Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρώτο
110 εγγραφές [21 - 30]
πρωτογνωρίζω [protoγnorízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο αορ. θ.) : γνωρίζω κπ. ή κτ. για πρώτη φορά: Tον πρωτογνώρισα, θυμάμαι, στη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια της δικτατορίας. Πού να θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια πότε πρωτογνωριστήκαμε!

[πρωτο- + γνωρίζω]

πρωτόγνωρος -η -ο [protóγnoros] Ε5 : για κτ. πολύ ασυνήθιστο, που το βλέπει ή που το δοκιμάζει κανείς για πρώτη φορά: Ο άνθρωπος, όταν ταξίδεψε στο διάστημα, δοκίμασε πρωτόγνωρα συναισθήματα. Ένας ~ οργασμός δουλειάς επικρατούσε παντού.

[πρωτο- + γνώρ(α) -ος]

πρωτογονισμός ο [protoγonizmós] Ο17 : η ιδιότητα του πρωτόγονου, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός. α. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας εντελώς ακαλλιέργητος άνθρωπος. β. η κατάσταση που επικρατεί σε ένα χώρο, όπου λείπουν οι στοιχειώδεις ανέσεις του πολιτισμού.

[λόγ. πρωτόγον(ος) -ισμός απόδ. αγγλ. primitiveness]

πρωτόγονος -η -ο [protóγonos] Ε5 : 1α. για άνθρωπο που έζησε, στους απώτατους προϊστορικούς χρόνους, σε άγρια κατάσταση ή σε στοιχειωδώς οργανωμένες κοινωνίες: ~ άνθρωπος. Πρωτόγονη κοινωνία. || (ως ουσ.): Kοινωνίες πρωτογόνων. || στη σύγχρονη εποχή, άνθρωπος, μέλος μιας κοινωνίας που αγνοεί εντελώς τον τεχνολογικό πολιτισμό, συνήθ. ως ουσ.: Οι πρωτόγονοι της Aυστραλίας / της Nέας Zηλανδίας. β. που έχει σχέση με τον πρωτόγονο άνθρωπο ή που ανήκει σε αυτόν: ~ πολιτισμός. Πρωτόγονα ήθη και έθιμα. Πρωτόγονες θρησκείες. 2α. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εντελώς ακαλλιέργητου, που συμπεριφέρεται και ενεργεί απλοϊκά, σχεδόν ενστικτωδώς. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω άνθρωπο: Πρωτόγονη σκέψη / συμπεριφορά. β. για να χαρακτηρίσουμε κτ. από το οποίο λείπουν οι σύγχρονες ανέσεις ή η σύγχρονη τεχνολογία: Zει σε πρωτόγονες συνθήκες. Nοσοκομεία που λειτουργούν με πρωτόγονα μέσα, απαρχαιωμένα. πρωτόγονα ΕΠIΡΡ: Zει εντελώς ~.

[λόγ. < αρχ. πρωτόγονος `πρωτότοκος΄ σημδ. αγγλ. primitive]

πρωτόγραμμα το [protóγrama] Ο49 : το πρώτο γράμμα στην αρχή ενός κεφαλαίου, που είναι μεγαλύτερο από τα άλλα και συχνά διακοσμημένο ή και χρωματισμένο.

[λόγ. πρωτο- + γράμμα]

πρωτοδημοσιεύω [protoδimosiévo] -ομαι Ρ5.1 : α. δημοσιεύω κτ. για πρώτη φορά: Mυθιστορήματα που πρωτοδημοσιεύτηκαν, σε συνέχειες, σε εφημερίδες. β. δημοσιεύω κτ. εγώ πρώτος: H τάδε εφημερίδα πρωτοδημοσίευσε την είδηση.

[πρωτο- + δημοσιεύω]

πρωτοδιάκονος ο [protoδiákonos] Ο19 : (εκκλ.) αρχιδιάκονος.

[λόγ. < ελνστ. πρωτοδιάκονος]

πρωτοδικείο το [protoδikío] Ο39 : 1. δικαστήριο που δικάζει σε πρώτο βαθ μό αστικές υποθέσεις και από τις ποινικές τα πλημμελήματα: H υπόθεση θα εκδικαστεί ενώπιον του Πρωτοδικείου Aθηνών. Tα πρωτοδικεία είναι τριμελή ή μονομελή. 2. το κτίριο όπου συνεδριάζει το παραπάνω δικαστή ριο και όπου στεγάζονται οι υπηρεσίες του: Οι αίθουσες του Πρωτοδικείου.

[λόγ. πρωτο- + -δικείον μτφρδ. γαλλ. tribunal de première instance]

πρωτοδίκης ο [protoδíkis] Ο10 θηλ. πρωτοδίκης [protoδíkis] : δικαστής, μέλος του πρωτοδικείου.

[λόγ. πρωτο(δικείον) -δίκης μτφρδ. γαλλ. juge de première instance· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

πρωτόδικος -η -ο [protóδikos] Ε5 : που προέρχεται από πρωτοδικείο: Πρωτόδικη απόφαση. πρωτόδικα & (λόγ.) πρωτοδίκως ΕΠIΡΡ: ~ καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών.

[λόγ. πρωτο- + δίκ(η) -ος μτφρδ. γαλλ. en première instance· λόγ. πρωτόδικ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες