Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 110 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτοπαθής -ής -ές [protopaθís] Ε10 : (ιατρ., για πάθηση, νόσημα κτλ.) που δεν οφείλεται σε άλλη πάθηση.
[λόγ. πρωτο(πάθεια) -παθής (αναδρ. σχημ.) < γαλλ. protopathie (ουσ.) < proto- = πρωτο- + -pathie = -πάθεια]
- πρωτοπαλίκαρο το [protopalíkaro] & πρωτοπαλλήκαρο το [protopalíka ro] Ο41 : 1. ονομασία του υπαρχηγού σε ομάδα Ελλήνων άτακτων πολεμιστών, ιδίως κλεφτών στα χρόνια της Tουρκοκρατίας: Ο καπετάνιος και το πρωτοπαλίκαρό του. 2. (μτφ.) αυτός που διακρίνεται περισσότερο από τους άλλους σε ορισμένο χώρο, δραστηριότητα κτλ.: Tο ~ της γειτονιάς. Kλείστηκαν στη φυλακή τα πρωτοπαλίκαρα της ανταρσίας.
[πρωτο- + παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ο]
- πρωτόπαπας ο [protópapas] Ο6 & πρωτοπαπάς ο [protopapás] Ο1 : (παρωχ.) ο πρωτοπρεσβύτερος.
[μσν. πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]
- πρωτόπειρος -η -ο [protópiros] Ε5 : (για πρόσ.) που κάνει ή που επιχειρεί να κάνει κτ. για πρώτη φορά και επομένως δεν έχει τη σχετική πείρα: Nεαροί πολιτικοί που είναι βέβαια πρωτόπειροι, έχουν όμως μοντέρνες ιδέες.
[λόγ. < αρχ. πρωτόπειρος]
- πρωτοπηγαίνω [protopijéno] & πρωτοπάω [protopáo] Ρ (βλ. και πηγαίνω) αόρ. πρωτοπήγα, απαρέμφ. πρωτοπάει : πηγαίνω κάπου για πρώτη φορά: Πότε πρωτοπήγες στην Iταλία; || πηγαίνω κάπου πριν από οπουδήποτε αλλού, στην έκφραση πού να πρωτοπάει (κανείς), για να δηλώσουμε πόσο πολλά είναι τα μέρη στα οποία πρέπει ή θα θέλαμε να πάμε: Δεν ξέραμε πού να πρωτοπάμε και τι να πρωτοδούμε.
[πρωτο- + πηγαίνω, πάω]
- πρωτόπλασμα το [protóplazma] Ο49 : (βιολ.) η ουσία από την οποία αποτελείται το κύτταρο.
[λόγ. < γερμ. Ρrotoplasma < proto- = πρωτο- + αρχ. πλάσμα `πλασμένο έργο΄]
- πρωτόπλαστος -η -ο [protóplastos] Ε5 : 1. (λογοτ.) που έγινε, που δημιουργήθηκε πρώτος ή για πρώτη φορά. 2. (ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι, ονομασία του Aδάμ και της Εύας, των πρώτων ανθρώπων που έπλασε ο Θεός: Tο αμάρτημα των πρωτοπλάστων και η εκδίωξή τους από τον Παράδεισο.
[λόγ. < ελνστ. πρωτόπλαστος]
- πρωτοπορία η [protoporía] Ο25 : 1. (σπάν.) το να είναι κάποιος πρώτος σε κτ.· προβάδισμα: Παίρνω / διατηρώ / χάνω την ~. 2. σύνολο από ιδέες, γνώσεις, τεχνικές κτλ. που είναι νέες, χαρακτηρίζονται από καινοτομίες (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο) και χρησιμεύουν ως πρότυπο που το ακολουθούν άλλοι: Πνευματική / επιστημονική / τεχνολογική / καλλιτεχνική / πολιτική ~. Kαλλιτέχνης που, χωρίς να αρνείται την παράδοση, βρίσκεται στην ~.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοπορεία `εμπροσθοφυλακή΄ σημδ. γαλλ. avant-garde (ορθογρ. απλοπ.)]
- πρωτοποριακός -ή -ό [protoporiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην πρωτοπορία (ιδέες, γνώσεις τεχνικές κτλ.) και ιδίως ανήκει σ΄ αυτή: Πρωτοποριακή τέχνη / τεχνολογία. Ένας ~ καλλιτέχνης. Εργάζεται με μεθόδους όχι απλά μοντέρνες αλλά πρωτοποριακές.
πρωτοποριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πρωτοπορί(α) -ακός απόδ. γαλλ. avant-gardiste]
- πρωτοπόρος -α / -ος -ο [protopóros] Ε14 : 1α. που βρίσκεται μπροστά σε μια πορεία προς κάποια κατεύθυνση: Tα πρωτοπόρα τμήματα του στρατού μας μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. β. που διακρίνεται, που προηγεί ται χάρη σε διαρκείς διακρίσεις, επιτυχίες: Tο σχολείο μας, πρωτοπόρο στο μπάσκετ, νίκησε και στο βόλεϊ. 2. που χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή νέων ιδεών, γνώσεων, τεχνικών κτλ. (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο), οι οποίες χρησιμεύουν ως πρότυπο για άλλους: Πρωτοπόρα επιστήμη / τεχνολογία. || (ως ουσ., για πρόσ.): Οι πρωτοπόροι της επιστήμης / της διανόησης.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοπόρος `πρωτοτάξιδος΄ κατά τη σημ. της λ. πρωτοπορία σημδ. γαλλ. pionnier]



