Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρώτο
110 εγγραφές [51 - 60]
πρωτόλειο το [protólio] Ο41 : το πρώτο, λογοτεχνικό συνήθ. έργο κάποιου, που έχει κατά κανόνα πολλές αδυναμίες: Tα πρωτόλεια του Παλαμά. Aυτό το ποίημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ~.

[λόγ. εν. < αρχ. πρωτόλεια τά `θυσία πρώτων καρπών΄]

πρωτολέω [protoléo] -γομαι Ρ (βλ. και λέω) αόρ. πρωτοείπα και πρωτό πα, απαρέμφ. πρωτοπεί, παθ. αόρ. πρωτοειπώθηκα και πρωτολέχθηκα, απαρέμφ. πρωτοειπωθεί και πρωτολεχθεί, μππ. πρωτοειπωμένος : α. λέω κτ. για πρώτη φορά: Όταν της το πρωτοείπα, δεν το πίστεψε. (έκφρ.) τι / για ποιον να σου πρωτοπώ;, για τι, για ποιον να μιλήσω πρώτα; (όταν έχου με πολλά και για πολλούς να διηγηθούμε). β. λέω σε κπ. κτ. εγώ πρώτος: H μητέρα μου μου πρωτοείπε, να μην τον εμπιστεύομαι.

[πρωτο- + λέω]

πρωτολογία η [protolojía] Ο25 : η πρώτη ομιλία ενός ομιλητή, σε μια δημόσια συζήτηση, σε αντιδιαστολή προς τη δεύτερη ομιλία του, τη δευτερολογία.

[λόγ. < αρχ. πρωτολογία `δικαίωμα πρώτης ομιλίας΄]

Πρωτομαγιά η [protomajá] Ο24 : η πρώτη ημέρα του Mάη κυρίως ως γιορτή της εργατικής τάξης ή της άνοιξης και των λουλουδιών: Ο εορτασμός της εργατικής Πρωτομαγιάς. ~, τα λούλουδα γιορτάζουν.

[πρωτο- + Mαγ- (Μάης) -ιά κατά το πρωτομηνιά]

πρωτομαγιάτικος -η -ο [protomajátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Πρωτομαγιά: H πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση / διαδήλωση / εκδρομή. πρωτομαγιάτικα ΕΠIΡΡ κατά τη διάρκεια της Πρωτομαγιάς, με αρνητική συνήθ. σημασία, για να εκφράσει κάποια δυσαρέσκεια για το χρόνο που γίνεται κτ.: Εγώ δεν κάθομαι στο σπίτι / δε δουλεύω ~.

[πρωτομαγ(ιά) -ιάτικος]

πρωτομαθαίνω [protomaθéno] -ομαι Ρ αόρ. πρωτοέμαθα και πρωτόμαθα, απαρέμφ. πρωτομάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α. μαθαίνω κτ. για πρώτη φορά: Aπό το βιβλίο αυτό πρωτοέμαθε να διαβάζει. || μαθαίνω κτ. πρώτα απ΄ όλα τα άλλα, στην έκφραση τι να πρωτομάθει (κανείς), τι να μάθει πρώτα, συνήθ. για να δηλώσουμε πόσο πολλά είναι τα πράγμα τα που πρέπει να μάθουμε: Tι να πρωτομάθουν τα παιδιά στο σχολείο; β. μαθαίνω κτ. εγώ πρώτος: Ποιος πρωτοέμαθε τα νέα;

[πρωτο- + μαθαίνω]

πρωτομαθεύομαι [protomaθévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.) : (για είδηση, πληροφορία κτλ.) μαθεύομαι, γίνομαι γνωστός για πρώτη φορά.

[πρωτο- + μαθεύομαι]

πρωτομάθητος -η -ο [protomáθitos] Ε5 : (λογοτ., για πρόσ.) που είναι αρχάριος ή άπειρος σε κτ.· πρωτόμαθος.

[πρωτο- + -μάθητος κατά το αμάθητος]

πρωτόμαθος -η -ο [protómaθos] Ε5 : (λογοτ., για πρόσ.) που είναι αρχάριος ή άπειρος σε κτ.· πρωτομάθητος.

[πρωτο- + μαθ- (μαθαίνω) -ος]

πρωτομάρτυρας ο [protomártiras] Ο5 & πρωτομάρτυς ο [protomártis] Ο (λόγ.) : 1. (εκκλ.) αυτός που πρώτος μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη: Ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. 2. χαρακτηρισμός του πρώτου ή πολύ σημαντικού μάρτυρα που αγωνίστηκε και πέθανε για ορισμένο ιδανικό: Ρήγας Φεραίος, ο ~ της ελληνικής ανεξαρτησίας.

[λόγ. < ελνστ. πρωτομάρτυς & αιτ. -υρα]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες