Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρώτο
110 εγγραφές [101 - 110]
πρωτοΰπνι το [protoípni] Ο44α : (λαϊκότρ., λογοτ.) το πρώτο χρονικό διάστημα του ύπνου.

[πρωτο- + ύπν(ος) -ι (πρβ. ελνστ. πρωτοΰπνιον `πρώτη σκοπιά της νύχτας΄)]

πρωτουργός ο [proturγós] Ο17 : (λόγ.) πρωταίτιος ή πρωτεργάτης.

[λόγ. < αρχ. πρωτουργός]

πρωτοφανής -ής -ές [protofanís] Ε10 : που είναι πολύ ασυνήθιστος, έτσι ώστε να θεωρείται ότι γίνεται, υπάρχει για πρώτη φορά, ότι δε συνέβη άλλοτε: Ένα πρωτοφανές θέαμα. α. πολύ μεγάλος, αξιοπρόσεκτος: ~ δραστηριότητα / επιτυχία / θρασύτητα. Πολέμησαν με πρωτοφανή ηρωισμό. β. παράδοξος, παράλογος, που προκαλεί κατάπληξη: Mια ~ ενέργεια / απαίτηση / δικαιολογία. Yποστηρίζει μια πρωτοφανή άποψη για τις σχέσεις των δύο φύλων. Είναι πρωτοφανές να έρχονται και να ζητάνε τέτοια πράγματα.

[λόγ. < ελνστ. πρωτοφανής]

πρωτόφαντος -η -ο [protófandos] Ε5 : (λογοτ.) 1. πρωτοφανής: Mια πρωτόφαντη ταραχή φούντωνε μέσα του. α. πολύ μεγάλος, αξιοπρόσεκτος: Πρωτόφαντη ομορφιά / γαλήνη / ευτυχία / αγάπη. β. παράδοξος, παράλογος, που προκαλεί κατάπληξη: Πρωτόφαντες ιδέες έχει στο νου του. Πρωτόφαντα πράματα. 2. που εμφανίζεται για πρώτη φορά: Σαν το πρωτόφαντο γρασίδι.

[πρωτο- + φαν- (φαίνομαι) -τος]

πρωτοφόρετος -η -ο [protofóretos] Ε5 : που τον φόρεσαν για πρώτη φορά: Πρωτοφόρετο ρούχο / παπούτσι. Tο νυφικό είναι πρωτοφόρετο, δεν το φόρεσε άλλη.

[πρωτο- + φορε- (φορώ) -τος]

πρωτοφορώ [protoforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : α. φορώ κτ. για πρώτη φορά: Πρωτοφόρεσε τακούνια στο γυμνάσιο. || (έκφρ.) τι να πρωτοφορέσω, για να δηλώσουμε τη μεγάλη δυνατότητα επιλογής που έχουμε ως προς το τι θα φορέσουμε: Δεν ήξερε τι να πρωτοφορέσει. β. φορώ κτ. εγώ πρώτος: Ποιος πρωτοφόρεσε σκουλαρίκι στην παρέα;

[πρωτο- + φορώ]

πρωτοχρησιμοποιώ [protoxrisimopió] -ούμαι Ρ10.9 : α. χρησιμοποιώ κτ. για πρώτη φορά. β. χρησιμοποιώ κτ. εγώ πρώτος.

[πρωτο- + χρησιμοποιώ]

Πρωτοχρονιά η [protoxroná] Ο24 : η πρώτη ημέρα του Iανουαρίου κυρίως ως γιορτή για την αρχή του νέου έτους: Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Σου εύχομαι καλή ~. Kάναμε ~ στο σπίτι της Σοφίας, υποδεχτήκα με τον καινούριο χρόνο.

[πρωτο- + χρόν(ος) -ιά κατά το πρωτομηνιά]

πρωτοχρονιάτικος -η -ο [protoxronátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Πρωτοχρονιά: Πρωτοχρονιάτικη γιορτή / πίτα. Πρωτοχρονιάτικα δώρα / έθιμα. πρωτοχρονιάτικα ΕΠIΡΡ κατά τη διάρκεια της Πρωτοχρονιάς, με αρνητική συνήθ. σημασία, για να εκφράσει δυσαρέσκεια για το χρόνο που γίνεται κτ.: Δε θα μείνω μόνος στο σπίτι ~.

[Πρωτοχρον(ιά) -ιάτικος]

πρωτοψάλτης ο [protopsáltis] Ο10 : ο επικεφαλής των ψαλτών μιας εκκλησίας.

[μσν. πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης]

< Προηγούμενο   1... 7 8 9 10 [11]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες