Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόωρος -η -ο [próoros] Ε5 : 1. για φαινόμενο που εμφανίζεται νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε, πριν συμπληρωθεί ένας βιολογικός κύκλος ή πριν ολοκληρωθεί μια φυσιολογική διαδικασία: ~ θάνατος. Πρόωρη γήρανση. Παιδί με πρόωρη ανάπτυξη. ANT καθυστερημένη. ~ τοκετός, πριν από τη συμπλήρωση των εννέα μηνών. Πρόωρο νεογνό, βιώσιμο νεογνό που δεν είναι τελειόμηνο. || (ως ουσ.) το πρόωρο: Tμήμα προώρων, σε παιδιατρικό νοσοκομείο. 2. για κτ. που κάνει, που επιχειρεί κάποιος πριν από τον καθορισμένο ή τον κατάλληλο χρόνο: H κυβέρνηση αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. H αντίδρασή του είναι πρόωρη. Είναι πρόωρο να καταλήξουμε από τώρα σε συμπεράσματα.
πρόωρα ΕΠIΡΡ: 1. Παιδί που γεννήθηκε ~. Ο χειμώνας άρχισε φέτος πολύ ~. 2. Οι εκλογές θα γίνουν ~. [λόγ. < ελνστ. πρόωρος `πριν την ώρα του΄ & σημδ. γαλλ. précoce, prémature]