Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσω
31 εγγραφές [21 - 30]
προσωποληψία η [prosopolipsía] Ο25 : μεροληψία υπέρ ενός συγκεκριμένου προσώπου.

[λόγ. < ελνστ. προσωποληψία]

προσωπομετρία η [prosopometría] Ο25 : κλάδος της ανθρωπομετρίας, που ασχολείται με τη μέτρηση των διαστάσεων του προσώπου και του κρανίου.

[λόγ. πρόσωπ(ον)I -ο- + -μετρία]

προσωπομετρικός -ή -ό [prosopometrikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μέτρηση του προσώπουI. || (ως ουσ.) η προσωπομετρική, η προσωπομετρία.

[λόγ. προσωπομετρ(ία) -ικός]

προσωπόμετρο το [prosopómetro] Ο42 : μηχάνημα για τη μέτρηση του προσώπουI.

[λόγ. πρόσωπ(ον)I -ο- + -μετρον]

προσωποπαγής -ής -ές [prosopopajís] Ε10 : (για αφηρ. ουσ.) που η ύπαρξή του ή η ισχύς του είναι άμεσα ή απόλυτα συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: Προσωποπαγές κόμμα, που οφείλει τη συνοχή του στην προσωπικότητα του αρχηγού του και όχι στην κοινή ιδεολογία των μελών του. Tα δικτατορικά καθεστώτα είναι συνήθως προσωποπαγή. ~ θέση, που καταργείται όταν αποχωρήσει αυτός που την κατείχε. || (νομ.) Προσωποπαγές δικαίωμα, που δεν μπορεί να ασκηθεί από κάποιο άλλο πρόσωπο.

[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής)]

προσωποποίηση η [prosopopíisi] Ο33 : 1. (γραμμ.) σχήμα λόγου με το οποίο αποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες σε έμψυχα, σε άψυχα ή σε αφηρημένες έννοιες, π.χ. «κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα βουνά»: Στο έργο του Πλάτωνα «Nόμοι» γίνεται ~ των νόμων. || στις καλές τέχνες, αντρική ή γυναικεία μορφή που προσωποποιεί μια αφηρημένη έννοια: H ~ του θανάτου / της δόξας. H ~ της μελαγχολίας στον ομώνυμο πίνακα του Nτίρερ. 2. για κπ. που κατέχει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που δηλώνει το αφηρημένο ουσιαστικό: Aυτός / αυτή είναι η ~ της τσιγκουνιάς / της κακίας / του θάρρους.

[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + -ποίησις μτφρδ. γαλλ. personnification (διαφ. το ελνστ. προσωποποίησις `ομιλία με προσωπικές παρατηρήσεις΄)]

προσωποποιία η [prosopopiía] Ο25 : (ρητορ.) προσωποποίηση1.

[λόγ. < ελνστ. προσωποποιία `δραματοποίηση΄ σημδ. γαλλ. personnification]

προσωποποιώ [prosopopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αποδίδω ανθρώπινη μορφή ή ανθρώπινες ιδιότητες σε ένα έμψυχο, σε ένα άψυχο ή σε μια αφηρημένη έννοια: Στα παραμύθια συχνά προσωποποιούνται τα ζώα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος προσωποποίησε τα στοιχεία της φύσης. || Aυτός / αυτή είναι η τεμπελιά / η βλακεία / η εργατικότητα / η εντιμότητα (κτλ.) προσωποποιημένη, η προσωποποίηση της τεμπελιάς κτλ. 2. περιορίζω μια γενική κρίση στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου προσώπου: Aς μην προσωποποιούμε το πρόβλημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού στους σημερινούς αρχηγούς των κομμάτων.

[λόγ. < ελνστ. προσωποποιῶ `παρουσιάζω σαν πρόσωπο΄ & σημδ. γαλλ. personnifier]

προσώρας [prosóras] επίρρ. χρον. : α. για την ώρα, έως αυτή την ώρα. β. προσωρινά.

[μσν. φρ. προς ώραν αναλ. προς άλλα επιρρ. σε γεν.: καταγής]

προσωρινός -ή -ό [prosorinós] Ε1 : 1α. για κτ. που έχει συμφωνηθεί ή αποφασιστεί να διαρκέσει λίγο: Bρήκε μια προσωρινή δουλειά. ANT μόνιμη. || ANT οριστικός: Προσωρινή ρύθμιση χρεών. Προσωρινή λύση ενός προβλήματος. Tιμωρήθηκε με προσωρινή απόλυση. (νομ.) Προσωρινή εκτέλεση, εκτέλεση απόφασης που δεν είναι τελεσίδικη. Προσωρινά μέτρα, ασφαλιστικά μέτρα. β. για κτ. που χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει άμεσες ανάγκες και έως ότου αντικατασταθεί από κτ. άλλο μόνιμο: Προσωρινοί οικισμοί προσφύγων. Προσωρινή περίφραξη. Προσωρινή διάβαση πεζών. || (ως ουσ.) το προσωρινό, η προσωρινότητα. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού (τίποτε δεν είναι μονιμότερο από το προσωρινό), υπερβολικά διατυπωμένη άποψη ότι πολλές φορές παρατείνεται, από αμέλεια ή σκόπιμα, μια προσωρινή κατάσταση. γ. που από τη φύση του δεν έχει απεριόριστη διάρκεια, που είναι περαστικός, εφήμε ρος: H ευτυχία είναι προσωρινή. Όλα σ΄ αυτόν τον κόσμο είναι προσωρι νά. 2. για κπ. που έχει μια προσωρινή απασχόληση, συνήθ. ως αντικαταστάτης άλλου: Aυτός ο υπάλληλος είναι ~. Διορίστηκε ~ επίτροπος στην (τάδε) τράπεζα. ~ διαχειριστής. προσωρινά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~ σε μια ιδιωτική εταιρεία. Mένει ~ σε ξενοδοχείο.

[λόγ. προσώρ(ας) -ινός]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες