Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόσβαρος -η -ο [prózvaros] Ε5 : που έχει περισσότερο βάρος από το κανονικό. ANT λιπόβαρος: Zύγισαν το φορτίο και το βρήκαν πρόσβαρο.
πρόσβαρα ΕΠIΡΡ. [προσ- βάρ(ος) -ος]



