Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 21 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκαταβάλλω [prokataválo] -ομαι Ρ (βλ. καταβάλλω) : καταβάλλω, πληρώνω ένα χρηματικό ποσό εκ των προτέρων: ~ το ενοίκιο / το μισθό τριών μηνών.
[λόγ. < ελνστ. προκαταβάλλω `ρίχνω κάτω πρώτα΄ κατά τη σημ. του καταβάλλω σημδ. γαλλ. payer d΄avance, avancer]
- προκαταβολή η [prokatavolí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προκαταβάλλω, η προπληρωμή: Ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε την ~ δύο ενοικίων. 2. ποσό που πληρώνεται εκ των προτέρων και που συνήθ. αποτελεί τμήμα ενός συνολικά μεγαλύτερου ποσού: Πήρα μια ~ από το μισθό του επόμενου μήνα. Aγόρασα το αυτοκίνητο δίνοντας μια ~ και το υπόλοιπο θα το ξοφλήσω με δόσεις. || χρηματικό ποσό που δίνεται εκ των προτέρων ως εγγύηση· καπάρο, μπροστάντζα: Kαπάρωσα το σπίτι δίνοντας μια ~. || (νομ.) η εξόφληση μιας υποχρέωσης πριν να λήξει η προθεσμία της.
[λόγ. < ελνστ. προκαταβολή `εγγυητικό ποσό΄ κατά τη σημ. του προκαταβάλλω]
- προκαταβολικός -ή -ό [prokatavolikós] Ε1 : 1. που καταβάλλεται εκ των προτέρων: Προκαταβολική εξόφληση / πληρωμή. 2. που γίνεται, που διατυπώνεται εκ των προτέρων: Προκαταβολική απάντηση / αντίρρηση / δήλωση.
προκαταβολικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προκαταβολ(ή) -ικός]
- προκατακλυσμιαίος -α -ο [prokataklizmiéos] Ε4 : (περιπαικτικά) που είναι πάρα πολύ παλιός, παμπάλαιος: Προκατακλυσμιαία εποχή. Εμφανίστηκε με ένα προκατακλυσμιαίο αυτοκίνητο / καπέλο.
προκατακλυσμιαία ΕΠIΡΡ. [λόγ. προ- κατακλυσμ(ός) -ιαίος μτφρδ. γαλλ. antédiluvien]
- προκαταλαμβάνω [prokatalamváno] -ομαι Ρ (βλ. καταλαμβάνω) μππ. προκατειλημμένος* : επηρεάζω, πείθω κπ. να σχηματίσει για ένα θέμα γνώμη εκ των προτέρων, με βάση τη δική μου άποψη και πριν να το μελετήσει ο ίδιος: Tον προκατέλαβαν εναντίον μου. Δε θέλω να σε προκαταλάβω.
[λόγ. < αρχ. προκαταλαμβάνω `κυριεύω από πριν΄ σημδ. γαλλ. préoccuper (παλ. σημ.)]
- προκατάληψη η [prokatálipsi] Ο33 : 1. αρνητική γνώμη, διάθεση για κπ. ή για κτ., η οποία διαμορφώνεται εκ των προτέρων: Πρέπει να κρίνεις χωρίς ~. 2. αρνητική προδιάθεση, στάση απέναντι σε πρόσωπα ή σε ομάδες, η οποία βασίζεται σε στερεότυπες πεποιθήσεις και όχι σε πραγματι κά χαρακτηριστικά: Yπάρχει ~ κατά των δημοσίων υπαλλήλων / κατά των φεμινιστικών οργανώσεων.
[λόγ. < αρχ. προκατάληψις `προηγούμε νη κατάληψη΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. prévention]
- προκαταρκτικός -ή -ό [prokatarktikós] Ε1 : που γίνεται πριν από το κυρίως έργο και το προετοιμάζει, προπαρασκευαστικός: Προκαταρκτικές συζητήσεις. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε προκαταρκτικό στάδιο. || (ως ουσ.) τα προκαταρκτικά, σύνολο προπαρασκευαστικών ενεργειών, διαδικασιών: Tα προκαταρκτικά της γιορτής / της τελετής. Tελείωσε γρήγορα με τα προκαταρκτικά και μπήκε αμέσως στο κυρίως θέμα, με τον πρόλογο. Έμειναν στα προκαταρκτικά, δεν προχώρησαν σε ολοκληρωμέ νη συνουσία.
προκαταρκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προκαταρκτικός]
- προκατασκευάζω [prokataskevázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κατασκευάζω κτ. εκ των προτέρων. 2. (μππ.) α. που αποτελείται από τυποποιημένα συστατι κά στοιχεία, τα οποία έχουν κατασκευαστεί αλλού και εκ των προτέρων και που συναρμολογούνται με βάση ένα προκαθορισμένο σχέδιο: Προκατασκευασμένα κτίρια / στοιχεία / κυκλώματα. β. (μτφ.) β1. που τον έχουν μεθοδεύσει εκ των προτέρων, σκηνοθετημένος: Προκατασκευασμένη δίκη / απόφαση. β2. που τον έχουν πάρει έτοιμο, χωρίς επεξεργασία, εμβάθυνση: Προκατασκευασμένες ιδέες / απόψεις.
[λόγ. < αρχ. προκατασκευάζω `ετοιμάζω από πριν΄ σημδ. αγγλ. prefabricate, prefabricated]
- προκατασκευή η [prokataskeví] Ο29 : (κυρ. στην οικοδομή) τεχνική, σύστημα που επιτρέπει την κατασκευή κτιρίων, γεφυρών ή τμημάτων τους από τυποποιημένα στοιχεία, που έχουν κατασκευαστεί αλλού και εκ των προτέρων και που συναρμολογούνται στον τόπο ανέγερσης με βάση ένα προκαθορισμένο σχέδιο: Tεχνική / εφαρμογές προκατασκευής.
[λόγ. < ελνστ. προκατασκευή `προετοιμασία΄ σημδ. αγγλ. prefabrication]
- προκατειλημμένος -η -ο [prokatiliménos] Ε3 : που έχει σχηματίσει εκ των προτέρων συνήθ. αρνητική γνώμη, διάθεση για κπ. ή για κτ. ANT απροκατάληπτος: Είναι ~ εναντίον μου.
προκατειλημμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προκατειλημμένος `που συμπεραίνεται΄ (μππ. του αρχ. προκαταλαμβάνω) σημδ. γαλλ. préjugé, συν. του préoccuper]



