Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτότοκος
2 items total [1 - 2]
πρωτοτόκος -ος / -α -ο [prototókos] Ε14 : (λόγ., για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) που γεννά για πρώτη φορά. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. πρωτοτόκος]

πρωτότοκος -η -ο [protótokos] Ε5 : που γεννιέται πρώτος και επομένως είναι μεγαλύτερος από όλα τα παιδιά μιας οικογένειας: Ο ~ γιος. H πρωτότοκη κόρη. || (ως ουσ.): Tα δικαιώματα του πρωτότοκου.

[λόγ. < ελνστ. πρωτότοκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go