Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτόγνωρος -η -ο [protóγnoros] Ε5 : για κτ. πολύ ασυνήθιστο, που το βλέπει ή που το δοκιμάζει κανείς για πρώτη φορά: Ο άνθρωπος, όταν ταξίδεψε στο διάστημα, δοκίμασε πρωτόγνωρα συναισθήματα. Ένας ~ οργασμός δουλειάς επικρατούσε παντού.
[πρωτο- + γνώρ(α) -ος]