Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοκλασάτος
1 εγγραφή
πρωτοκλασάτος -η -ο [protoklasátos] Ε3 : (οικ.) για κπ. που ανήκει στην πρώτη, ανώτατη κατηγορία ενός συνόλου και ως ουσ.: Είναι πρωτοκλασάτο στέλεχος του κόμματος. Οι πρωτοκλασάτοι.

[λόγ. πρωτο- + κλάσ(η) -άτος μτφρδ. γαλλ. un première classe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες