Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτοελλαδικός -ή -ό [protoelaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) πρωτοελλαδική περίοδος, η (πρώιμη) περίοδος της χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την τρίτη χιλιετία π.X. || που ανήκει ή αναφέρεται στη πρωτοελλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός.
[λόγ. πρωτο- + ελλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) early Helladic]



