Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 856 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προικοδοσία η [prikoδosía] Ο25 : η προικοδότηση.
[λόγ. προικ- (δες προίκα) -ο- + -δοσία]
- προικοδότηση η [prikoδótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προικοδοτώ· προικοδοσία: ~ άπορων κοριτσιών.
[λόγ. προικοδοτη- (προικοδοτώ) -σις > -ση]
- προικοδοτώ [prikoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : (επίσ.) 1. δίνω προίκα, προικίζω: Tο κράτος ανέλαβε να προικοδοτήσει τα άπορα κορίτσια. 2. (μτφ.) παραχωρώ, δωρίζω ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα χρηματικό ποσό: Tο μουσείο που ιδρύθηκε είναι προικοδοτημένο με ένα σημαντικό ποσό.
[λόγ. < μσν. προικοδοτώ < προικ- (δες προίκα) -ο- + -δοτώ]
- προικοθήρας ο [prikoθíras] Ο3 : αυτός που επιδιώκει να βρει σύζυγο με μεγάλη προίκα.
[λόγ. προικ- (δες προίκα) -ο- + -θήρας]
- προικοθηρία η [prikoθiría] Ο25 : η επιδίωξη γάμου με γυναίκα που να διαθέτει μεγάλη προίκα.
[λόγ. προικ- (δες προίκα) -ο- + -θηρία]
- προικοσύμφωνο το [prikosímfono] Ο42 : συμβόλαιο που γινόταν μεταξύ του γαμπρού και των γονέων (ή της ίδιας) της νύφης και που περιείχε κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που δίνονταν ως προίκα.
[μσν. προικοσύμφωνον < προίκ(α) -ο- + σύμφωνον 2]
- προικώος -α -ο [prikóos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στην προίκα ή που προέρχεται από αυτήν: Προικώο σπίτι / διαμέρισμα / κτήμα.
[λόγ. < ελνστ. προικῷος]
- προϊόν το [proión] Ο52 : 1. καθετί (αγαθό, υπηρεσία κτλ.) που προκύπτει, που παράγεται από την εργασιακή δραστηριότητα του ανθρώπου, που είναι αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας: Γεωργικό / κτηνοτροφικό / γαλακτοκομικό / βιομηχανικό ~. Εμπορικό / καλλιτεχνικό / πνευματικό ~. Tα προϊόντα της τέχνης / της λογοτεχνίας. Ελληνικό / εισαγόμενο / εξαγώγιμο / εγχώριο ~. Παράγω / διαθέτω / εμπορεύομαι / εκθέτω / εισά γω / εξάγω ένα ~. Ελαττωματικό / τυποποιημένο ~. Φυσικά προϊόντα (μαλλί, δέρμα, ξύλο, γάλα κτλ.). Tεχνητά προϊόντα (πλαστικά, απορρυπαντικά, συνθετικά κτλ.). Tελικά ή έτοιμα προϊόντα, που είναι έτοιμα για τελική χρήση. Ενδιάμεσα προϊόντα, που χρησιμοποιούνται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο για την παραγωγή άλλων προϊόντων. Εθνικό ~, η αξία του συνόλου των αγαθών που παράγονται σε μια χώρα. Kαθαρό εθνικό ~, η αξία του εθνικού προϊόντος χωρίς τις αποσβέσεις. Aκαθάριστο εθνικό ~, η αξία του εθνικού προϊόντος στην οποία περιλαμβάνονται και οι αποσβέσεις. 2. (μτφ.) καθετί που προέρχεται, που παράγεται από μια ενέργεια, από μια διαδικασία ως αποτέλεσμά της: ~ κλοπής / απάτης / μόχθου / εργασίας / φαντασίας. H γλώσσα είναι κατεξοχήν κοινωνικό ~.
[λόγ. < αρχ. προϊόν ουδ. μεε. του πρόειμι `προχωρώ, βγαίνω έξω΄ σημδ. γαλλ. produit]
- προΐσταμαι [proístame] Ρ μπε. προϊστάμενος* : (λόγ.) διευθύνω, είμαι επικεφαλής: ~ της εταιρείας / της υπηρεσίας / του υπουργείου. Προΐσταται στο συμβούλιο / στη συνεδρίαση / στην επιτροπή. Προΐσταται του διοικητικού συμβουλίου.
[λόγ. < αρχ. προΐσταμαι]
- προϊστάμενος ο [proistámenos] Ο20α θηλ. προϊσταμένη [proistaméni] Ο30 γεν. πληθ. προϊσταμένων : αυτός που διευθύνει, που είναι επικεφαλής. ANT υφιστάμενος: Ο ~ της υπηρεσίας / της επιχείρησης / του γραφείου. Zήτησε να δει την προϊσταμένη.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. προϊστάμενος· λόγ. προϊστάμεν(ος) -η]



