Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προ
856 items total [261 - 270]
προϊστάμενος -η -ο [proistámenos] Ε5 : που είναι ανώτερος ιεραρχικά: Tο έγγραφο διαβιβάστηκε στις προϊστάμενες υπηρεσίες. Προϊστάμενη αρχή. Προϊστάμενο κλιμάκιο. || (ως ουσ.) ο προϊστάμενος*.

[λόγ. μπε. του αρχ. προΐστημι]

προϊστορία η [proistoría] Ο25 : 1. η χρονική περίοδος πριν από τους ιστορικούς χρόνους, πριν από την ανακάλυψη των πρώτων γραπτών μαρτυριών (σε αντιδιαστολή προς την ιστορία). 2. κλάδος της ιστορίας που μελετάει την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών πριν από τους ιστορικούς χρόνους. 3. (μτφ.) σύνολο γεγονότων που προηγήθηκαν χρονικά από κτ.: Για να καταλάβεις, πρέπει να ξέρεις την ~ της υπόθεσης.

[λόγ. προ- ιστορία (πρβ. ελνστ. προϊστοροῦμαι `αναφέρομαι πιο πριν΄) μτφρδ. γαλλ. préhistoire (< pré- = προ- + histoire = ιστορία)]

προϊστορικός -ή -ό [proistorikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προϊστορία, στην προϊστορική περίοδο: Προϊστορικοί άνθρωποι / χρόνοι. Προϊστορική περίοδος / αρχαιολογία. Aνακαλύφθηκε ~ τάφος. προϊστορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προϊστορ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. préhistorique < préhistoir(e) = προϊστορ(ία) -ique = -ικός]

προϊών -ούσα -όν [proión] Ε12α : (λόγ.) που προχωρεί, που εξελίσσεται προοδευτικά: H προϊούσα βελτίωση / επιδείνωση του καιρού / της οικονομίας. || (ιατρ.): Προϊούσα παράλυση / άνοια.

[λόγ. < αρχ. προϊών μεε. του αρχ. πρόειμι `προχωρώ, βγαίνω έξω΄ σημδ. γαλλ. progressif]

πρόκα η [próka] Ο25 : 1. μεταλλικό ή ξύλινο καρφί. || ειδικό μεταλλικό καρφί με πλατύ και κυρτό κεφάλι για αρβύλες και τσαρούχια. 2. (μτφ., προφ.) αιχμηρός υπαινιγμός, καρφί: Ρίχνω / πετάω πρόκες.

[βεν. broca ή παλ. ιταλ. brocca με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

προκαθήμενος ο [prokaθímenos] Ο20α : (εκκλ., για κληρικό) ο επικεφαλής: Ο ~ της εκκλησίας της Ελλάδος, ο αρχιεπίσκοπος. Ο ~ της Δυτικής Εκκλησίας, ο πάπας.

[λόγ. εν. < ελνστ. οἱ προκαθήμενοι `οι άρχοντες΄ (μπε. του αρχ. προκάθημαι `κάθομαι μπροστά΄)]

προκαθορίζω [prokaθorízo] -ομαι Ρ2.1 : καθορίζω, προσδιορίζω εκ των προτέρων κτ., και ιδίως την πορεία, την έκβαση, το αποτέλεσμά του: H μοίρα του ανθρώπου δεν είναι προκαθορισμένη. Tα γεγονότα που προηγήθηκαν προκαθόρισαν την πορεία των εξελίξεων.

[λόγ. προ- καθορίζω μτφρδ. γαλλ. prédeterminer]

προκαθορισμός ο [prokaθorizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προκαθορίζω: ~ της πορείας / του αποτελέσματος.

[λόγ. προκαθορισ- (προκαθορίζω) -μός]

προκάλυμμα το [prokálima] Ο49 : 1. (στρατ.) καθετί που χρησιμοποιείται για την προκάλυψη4: H πυροβολαρχία είχε ένα λόφο ως ~. 2. (μτφ.) καθετί που χρησιμοποιείται για να αποκρύψει, να καλύψει κτ. άλλο: H επιχείρηση χρησιμοποιήθηκε ως ~ για παράνομες δραστηριότητες.

[λόγ. < αρχ. προκάλυμμα]

προκάλυψη η [prokálipsi] Ο33 : (στρατ.) 1. το σύνολο των μέτρων και των ενεργειών για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης του εχθρού σε μια ορισμένη περιοχή: Zώνη προκάλυψης. || η αντίστοιχη περιοχή. 2. η εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων μπροστά από το κύριο στράτευμα, σε καιρό εκστρατείας, με αποστολή τον έλεγχο των κινήσεων του εχθρού και την αντιμετώπισή του σε περίπτωση επίθεσης: Tα τμήματα προκάλυψης αναχαίτισαν την εχθρική επίθεση. 3. η φρούρηση των συνόρων του κράτους σε καιρό ειρήνης από στρατιωτικά τμήματα και η φρουρούμενη περιοχή. 4. (στο πυροβολικό) η απόκρυψη ενός τμήματος πυροβολικού από τη θέα του εχθρού, ώστε να μπορεί να εκτελεί βολές ανεμπόδιστα: Για την ~ της μοίρας χρησιμοποιήθηκε ένας λόφος.

[λόγ. < μσν. προκάλυψις < προ- καλύπ(τω) -σις > -ση]

< Previous   1... 25 26 [27] 28 29 ...86   Next >
Go to page:Go