Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 856 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόθυμος -η -ο [próθimos] Ε5 : που έχει, που επιδεικνύει καλή διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα για μια δραστηριότητα. ANT απρόθυμος: Είμαι / φαίνομαι ~. Είναι πάντα ~ να κάνει ό,τι του ζητήσεις / να σε εξυπηρετήσει. Tη βρήκα πρόθυμη να με βοηθήσει. (απαρχ. έκφρ.) το μεν πνεύμα* πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
πρόθυμα & (λόγ.) προθύμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πρόθυμος, προθύμως]
- πρόθυρα τα [próθira] Ο40 : στην έκφραση στα πρόθυρα, σε μικρή (χρονική) απόσταση από μια συνήθ. αρνητική εξέλιξη, έκβαση: Bρίσκεται / έφτασε στα ~ της καταστροφής / της χρεοκοπίας / της τρέλας / της αυτοκτονίας.
[λόγ. < αρχ. πρόθυρον `χώρος μπροστά στην πόρτα΄, πληθ. πρόθυρα `είσοδος (μτφ.)΄ σημδ. γαλλ. seuil]
- προϊδεάζω [proiδeázo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω σε κπ. εκ των προτέρων μια εικόνα, μια ιδέα, τον προετοιμάζω για κτ. που πρόκειται να συμβεί ή που έχει ήδη συμβεί· (πρβ. προδιαθέτω): Θέλησε να με προϊδεάσει για ό,τι θα συνέβαινε. Ήταν προϊδεασμένοι για όσα επρόκειτο να συζητηθούν.
[λόγ. προ- ιδεάζω]
- προϊδέαση η [proiδéasi] Ο33 : προϊδεασμός.
[λόγ. προϊδεα- (προϊδεάζω) -σις > -ση]
- προϊδεασμός ο [proiδeazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προϊδεάζω.
[λόγ. προϊδεασ- (προϊδεάζω) -μός]
- προίκα η [príka] Ο25 λόγ. γεν. και προικός : 1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που προσφέρονταν από τη νύφη στο γαμπρό με το γάμο, ως συμβολή στην αντιμετώπιση των οικογενειακών βαρών: Ο θεσμός της προίκας έχει καταργηθεί νομικά. Δίνω / παίρνω / ζητώ ~. Nύφη με / χωρίς ~. ΦΡ έχω την ~ αφάγωτη, έχω ακέραιο, δεν έχω εξαντλήσει κτ. (ένα αγαθό, μια παροχή κτλ.). 2. η κινητή ή ακίνητη περιουσία που συνεισφέρει η νύφη στη νέα της οικογένεια: Tο σπίτι που κάθονται είναι ~ της νύφης. 3. τα προσωπικά είδη της νύφης, το κινητό μέρος της προίκας2: Kεντάει την ~ της. Tα σεντόνια / το τραπεζομάντιλο / οι πετσέτες είναι της προίκας της. || Είδη προικός, κυρίως για καταστήματα όπου πωλούνται τέτοια είδη. || (επέκτ.) τα προσωπικά είδη του γαμπρού. 4. (μτφ., προφ.) για κτ. το οποίο κρίνεται ως απαραίτητο, ως αναγκαίο για να ξεκινήσει ή να λειτουργήσει καλά κτ.: (Δώστε) ~ στην παιδεία, κονδύλια, χρήματα για τη βελτίωσή της. || (περιπαικτικά): Ο βουλευτής έφυγε από το κόμμα παίρνοντας μαζί και την ~ του, τους προσωπικούς του ψηφοφόρους.
προικούλα η YΠΟKΟΡ. [αρχ. προίξ, αιτ. προῖκα· προίκ(α) -ούλα]
- προικίζω [prikízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω προίκα (στις σημ. 1, 2): Προίκισε την κόρη του μ΄ ένα διαμέρισμα. 2. (μτφ.) α. παρέχω ένα φυσικό χάρισμα: H φύση την προίκισε με ομορφιά και χάρη. Προικισμένος καλλιτέχνης / ζωγράφος / λογοτέχνης / επιστήμονας / αθλητής. β. παραχωρώ, δωρίζω ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα χρηματικό ποσό: Ο δωρητής προίκισε το νέο ίδρυμα με ένα σεβαστό ποσό.
[1: ελνστ. προικίζω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. doter]
- προικιό το [prikó] Ο38 : (πληθ.) το σύνολο των ειδών ρουχισμού, των σκευών, των επίπλων που αποτελούν το κινητό μέρος της προίκας. || (εν., λαϊκότρ.) καθετί που δίνεται ως προίκα.
[μσν. προικιό < προικίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., υποκορ. του αρχ. προίξ (δες στο προίκα)]
- προίκιση η [príkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προικίζω.
[λόγ. προικι- (προικίζω) -σις > -ση]
- προίκισμα το [príkizma] Ο49 : η προίκιση.
[προικισ- (προικίζω) -μα]



