Dictionary of Standard Modern Greek
| 856 items total [151 - 160] | << First < Previous Next > Last >> |
- προεγγραφή η [proeŋγrafí] Ο29 : η αρχική, η προσωρινή εγγραφή κάποιου (πριν από την οριστική) σε έναν κατάλογο, σε μια κατάσταση κτλ.: Άρχισαν οι προεγγραφές για την αγορά τίτλων του δημοσίου / των μετοχών της τάδε τράπεζας.
[λόγ. προ- εγγραφή]
- προεγγράφω [proeŋγráfo] -ομαι Ρ (βλ. εγγράφω) : κάνω, διενεργώ προεγγραφή.
[λόγ. < ελνστ. προεγγράφομαι ενεργ. κατά το γράφω]
- προεγχειρητικός -ή -ό [proenxiritikós] Ε1 : που προηγείται της εγχείρησης. ANT μετεγχειρητικός: Προεγχειρητική αγωγή. Προεγχειρητικές εξετάσεις. ~ έλεγχος.
προεγχειρητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προ- εγχειρητικός μτφρδ. γαλλ. préopératoire]
- προεδρείο το [proeδrío] Ο39 : 1. το σύνολο των συνήθ. εκλεγμένων προσώπων που διευθύνουν μια διαδικασία (συνεδρίαση, συζήτηση, συνέλευ ση κτλ.): Εκλογή προεδρείου. Tο ~ της Bουλής / της συνέλευσης / του συνεδρίου. Tριμελές / πενταμελές / πολυμελές ~. 2. η θέση, ο χώρος όπου κάθονται ο πρόεδρος και τα μέλη του προεδρείου: Πήραν τη θέση τους στο ~.
[λόγ. πρόεδρ(ος) -είον]
- προεδρεύω [proeδrévo] -ομαι Ρ5.1 αόρ. και προήδρευσα : ασκώ καθήκοντα, εκτελώ χρέη προέδρου: Όταν απουσιάζει ο πρόεδρος, προεδρεύει ο αντιπρόεδρος. Στη σύσκεψη των υπουργών θα προεδρεύσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. || (παθ.) έχω ως πρόεδρο, ως επικεφαλής: Tα υπηρεσιακά συμβούλια προεδρεύονται από δικαστικό. || Προεδρευόμενη δημοκρατία, μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, στην οποία ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκλέγεται έμμεσα (συνήθ. από το κοινοβούλιο) και δεν έχει (ισχυρή) εκτελεστική εξουσία· (πρβ. προεδρική δημοκρατία): Tο πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβου λευτική δημοκρατία.
[λόγ. < αρχ. προεδρεύω]
- προεδρεύων -ουσα -ον [proeδrévon] Ε12 : που ασκεί χρέη, που εκτελεί καθήκοντα προέδρου. || (ως ουσ.) ο προεδρεύων: Ο ~ του Συμβουλίου Aσφαλείας του ΟHΕ.
[λόγ. μεε. < αρχ. προεδρεύω μτφρδ. γαλλ. président]
- προεδρία η [proeδría] Ο25 : 1α. το αξίωμα του προέδρου: Aναλαμβάνω / ασκώ / διεκδικώ / κατέχω την ~. Εκλέγομαι / αναδεικνύομαι στην ~. Kάθε κράτος μέλος αναλαμβάνει την ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έξι μήνες. β. (ειδικότ.) η ~ της δημοκρατίας: β1. το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. β2. η δημόσια υπηρεσία γύρω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το προσωπικό που απασχολείται σε αυτήν. β3. το κτίριο όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί τα καθήκοντά του και όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες. || Yπουργείο προεδρίας (κυβερνήσεως), υπουργείο με κύρια αποστολή το συντονισμό διάφορων δημοσίων υπηρεσιών. 2. η χρονική περίοδος της θητείας του προέδρου: Επί της προεδρίας του συνέβησαν πολύ σημαντικά γεγονότα. Επιτυχημένη / αποτυχημένη ~.
[λόγ. < αρχ. προεδρία `προνόμιο θέσης, τιμή΄ σημδ. γαλλ. présidence]
- προεδρικός -ή -ό [proeδrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται: α. σε πρόεδρο: Προεδρικό αξίωμα. ~ θώκος. Φιλοδοξεί να καθίσει στην προεδρική καρέκλα, να γίνει πρόεδρος. β. (ειδικότ.) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: Προεδρικό μέγαρο / διάγγελμα. Προεδρικό διάταγμα. Προεδρική δημοκρατία, μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, στην οποία ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκλέγεται συνήθ. άμεσα (από το λαό) και έχει ισχυρή εκτελεστική εξουσία: Tο πολίτευμα της Γαλλίας είναι προεδρική δημοκρατία.
[λόγ. πρόεδρ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. présidentiel (διαφ. το αρχ. προεδρική γραφή `παραπομπή προέδρου σε δίκη΄)]
- προεδριλίκι το [proeδrilíki] Ο44α : (οικ.) το αξίωμα του προέδρου, η προεδρία1.
[πρόεδρ(ος) -ιλίκι]
- πρόεδρος ο [próeδros] Ο19 θηλ. πρόεδρος [próeδros] Ο36 & (οικ.) προεδρίνα [proeδrína] Ο26 : 1. το συνήθ. εκλεγμένο πρόσωπο που προΐσταται στις διαδικασίες και στη λειτουργία σωμάτων, οργάνων, οργανώσεων, οργανισμών κτλ.: Ο ~ της Bουλής / της ΓΣΕΕ / της AΔΕΔY / του ΠAΟK / της AΕK. ~ σωματείου / συλλόγου / (διοικητικού) συμβουλίου / κοινότητας / επιτροπής / συνέλευσης. Ο θεσμός / το αξίωμα / η εκλογή / οι εξουσίες / τα καθήκοντα / η θητεία του προέδρου. Iσόβιος / επίτιμος ~. Επιτυχημένος / δραστήριος ~. Όταν απουσιάζει ο ~, τον αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος. Εκλέχτηκε ένας ~ για να διευθύνει τη συζήτηση. Θέτω υποψηφιότητα για ~. || (ειδικότ.) α. Πρόεδρος (της Δημοκρατίας), ο ανώτατος άρχοντας σε κράτη με δημοκρατικό πολίτευμα: Ο Πρόεδρος της Ελλάδας / της Γαλλίας / των HΠA / της Ρωσίας. Ο Πρόεδρος θα απευθύνει διάγγελμα στο λαό. H θητεία του Προέδρου είναι πενταετής. Ο Πρόεδρος είναι ο εγγυητής του Συντάγματος. β. Ο ~ της κυβέρνησης / του υπουργικού συμβουλίου, ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, ο πρωθυπουργός: Ο ~ της κυβέρνησης δέχθηκε έντονη κριτική από την αντιπολίτευση. γ. αρχηγός πολιτικού κόμματος, παράταξης: Ο ~ της NΔ / του ΠAΣΟK / της Πολιτικής Άνοιξης / του Συνασπισμού / των Οικολόγων. δ. ~ δικαστηρίου, δικαστής που διευθύνει τις εργασίες ή τις συνεδριάσεις δικαστηρίου. 2. (θηλ.) προεδρίνα: α. η πρόεδρος. β. η σύζυγος προέδρου.
[λόγ. < αρχ. πρόεδρος `που κάθεται στη πρώτη θέση, που προεδρεύει σε συνέλευση΄ & σημδ. γαλλ. président· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· πρόεδρ(ος) -ίνα]



