Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ
856 εγγραφές [91 - 100]
προγαμιαίος -α -ο [proγamiéos] Ε4 : που γίνεται πριν από το γάμο: Προγαμιαίες (σεξουαλικές) σχέσεις. Προγαμιαία δωρεά.

[λόγ. < μσν. προγαμιαίος < προ- γάμ(ος) -ιαίος]

προγενέστερος -η -ο [projenésteros] Ε5 : ANT μεταγενέστερος. 1. που υπήρξε πριν από κπ. ή που συνέβη πριν από κτ. άλλο: Γεγονότα που αναφέρονται σε προγενέστερες εποχές / περιόδους. 2. που έχει προηγηθεί, προηγούμενος: Για το γλωσσικό πρόβλημα έγραψε σε προγενέστερα άρθρα του. || (ως ουσ.) οι προγενέστεροι, οι άνθρωποι, οι γενιές που υπήρξαν πριν από μας, αυτοί που έζησαν σε προηγούμενες εποχές, οι πρόγονοι. προγενέστερα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. προγενέστερος]

προγεννητικός 1 -ή -ό [projenitikós] Ε1 : (ιατρ.) που προηγείται, που συμβαίνει ή που πραγματοποιείται πριν από τον τοκετό: ~ έλεγχος. Προγεννητική περίοδος. προγεννητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προ- γεννητικός μτφρδ. γαλλ. prénatal]

προγεννητικός 2 -ή -ό : (ψυχαν.) που ανήκει ή που αναφέρεται στα πρώ τα στάδια (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό) της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ανθρώπου: Προγεννητικά στάδια.

[λόγ. < προγεννητικός 1]

προγεστερόνη η [projesteróni] Ο30 : ορμόνη του γυναικείου γεννητικού συστήματος που ρυθμίζει το βλεννογόνο της μήτρας και παίζει σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία και την εξέλιξη της κύησης.

[λόγ. < γαλλ. progestérone (-one = -όνη)]

πρόγευμα το [prójevma] Ο49 : 1. το πρωινό γεύμα· πρωινό: Για ~ τρώω ψωμί, βούτυρο και μέλι. Tο ~ σερβίρεται στις 8 π.μ. 2. η διαδικασία και ο αντίστοιχος χρόνος παράθεσης ενός προγεύματος: Mετά το ~ έκαναν έναν περίπατο. || για επίσημη συνεστίαση: Ο πρωθυπουργός παρακάθησε σε / παρέθεσε ~ εργασίας.

[λόγ. < μσν. πρόγευμα < προ- γεύμα]

προγευματίζω [projevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω το πρόγευμα, το πρωινό μου.

[λόγ. < αρχ. προγευματίζω `γεύομαι από πριν΄ κατά τη σημ. της λ. πρόγευμα]

πρόγευση η [prójefsi] Ο33 : η πρώτη και σύντομη εμπειρία, επαφή που αποκτά κάποιος σε σχέση με μια κατάσταση ή ένα γεγονός που ακολουθεί: Παίρνω / δίνω μια ~. Tα πρώτα κρύα μάς έδωσαν μια ~ του επερχό μενου χειμώνα.

[λόγ. < αρχ. προγεύ(ω) `δίνω γεύση από πριν΄ -σις > -ση]

προγεφύρωμα το [projefíroma] Ο49 : 1. τμήμα εχθρικού εδάφους, κοντά σε ακτή ή σε όχθη, που καταλαμβάνεται και οχυρώνεται από μια στρατιωτική μονάδα με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως χώρος απόβασης ή προώθησης της κύριας εκστρατευτικής δύναμης: Πριν από την απόβαση οι σύμμαχοι δημιούργησαν ένα ισχυρό ~ στις ακτές της Nορμανδίας. 2. (μτφ.) το κατάλληλο, το ευνοϊκό έδαφος που προετοιμάζει κάποιος για να προωθήσει μελλοντικά θέσεις, ενέργειες ισχύος ή επιβολής του (σε ένα χώρο που επικρατούν συνθήκες αντιπαλότητας, ανταγωνισμού): Οι Iάπωνες δημιούργησαν μόνιμα προγεφυρώματα για την οικονομική τους διείσδυση στις αγορές της Ευρώπης και της Aμερικής.

[λόγ. προ- ελνστ. γεφύρωμα `γέφυρα΄]

προγιαγιά η [projajá] Ο23 : η μητέρα της γιαγιάς ή του παππού κάποιου.

[λόγ. προ- γιαγιά]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...86   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες