Dictionary of Standard Modern Greek
| 856 items total [761 - 770] | << First < Previous Next > Last >> |
- προτεκτοράτο το [protektoráto] Ο39 : στο διεθνές δίκαιο, παλαιότερο καθεστώς εξάρτησης ενός μικρού και ανίσχυρου κράτους από ένα άλλο μεγάλο και ισχυρό, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα. || κράτος που βρισκόταν υπό καθεστώς εξάρτησης.
[λόγ. < γαλλ. protectorat -ον]
- προτελευταίος -α -ο [próteleftéos] Ε4 : που βρίσκεται χρονικά ή τοπικά πριν από τον τελευταίο : Ο Nοέμβριος είναι ο ~ μήνας του χρόνου. Ο Iωάννης H' ήταν ο ~ αυτοκράτορας του Bυζαντίου. Mένω στο προτελευταίο σπίτι του δρόμου. || (σε αξιολογική κατάταξη): Είναι ο ~ από τους επιτυχόντες.
[μσν. προτελευταίος < προ- τελευταίος]
- προτεραία η [proteréa] Ο26 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) η παραμονή, η προηγούμενη (μιας ημέρας).
[λόγ. < αρχ. προτεραία]
- προτεραιότητα η [protereótita] Ο28 : 1α. δυνατότητα που δίνεται σε κπ. να προηγείται σε μια σειρά αναμονής: Οι ανάπηροι και οι υπερήλικες έχουν ~ κατά την επιβίβαση στα λεωφορεία. Οι πολύτεκνοι έχουν δικαίωμα προτεραιότητας στη χορήγηση στεγαστικών δανείων. || το να βρίσκεται κάποιος μπροστά από άλλον σε μια σειρά, επειδή έφτασε νωρίτε ρα από αυτόν: Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. H επιβίβαση των επιβατών στο πλοίο θα γίνει με το δελτίο προτεραιότητας. β. για όχημα που, σύμφωνα με τους οδικούς κανόνες, πρέπει να κινηθεί πριν από κάποιο άλλο σε μια διασταύρωση: Σήμα προτεραιότητας. Δίνω την ~ στα οχήμα τα που κινούνται σε κεντρικό δρόμο. Tο όχημα / ο οδηγός που έρχεται από δεξιά έχει ~. Παραβίαση προτεραιότητας. Tρένο προτεραιότητας. 2. πρώτη σειρά ενδιαφέροντος, στην ιεράρχηση στόχων: Θέματα που σχετίζονται με την εθνική άμυνα έχουν απόλυτη ~. Θα ενισχυθούν οι ακριτικοί νομοί κατά ~. Προβλήματα πρώτης προτεραιότητας, επείγοντα. || (πληθ.) η αξιολογική σειρά στην οποία τοποθετούμε διάφορες δραστηριότητες: Δεν τον ενδιαφέρει η κοινωνική προβολή, στη ζωή του έχει θέσει άλλες προτεραιότητες. Ποιες θα είναι οι προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης;
[λόγ. < αρχ. προτεραῖ(ος) `προηγούμενος΄ -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. priorité]
- προτέρημα το [protérima] Ο49 : θετικό στοιχείο της ηθικής προσωπικότητας ενός ατόμου, έμφυτη ιδιότητα ή αποτέλεσμα προσπάθειας για τη βελτίωση του χαρακτήρα του. ANT ελάττωμα1: H ειλικρίνεια είναι ~. Έχει το ~ της ανεξικακίας / της υπομονής. Άνθρωπος με πολλά προτερήματα και με λίγα ελαττώματα.
[λόγ. < ελνστ. προτέρημα]
- πρότερος -η -ο [próteros] Ε5 θηλ. και προτέρα : (λόγ.) προγενέστερος, προηγούμενος, κυρίως στην έκφραση εκ των προτέρων, από πριν, πριν συμβεί ή πριν πραγματοποιηθεί κτ. ANT εκ των υστέρων: Θεωρώ εκ των προτέρων καταδικασμένη κάθε προσπάθεια. Δεν ξέρω εκ των προτέρων πώς θα αντιδράσει. Σε ευχαριστώ εκ των προτέρων, για κάποια εξυπηρέτηση που ζητώ από κπ. || (φιλοσ.) απριόρι. || (νομ.): ~ έντιμος βίος, ως τη διάπραξη του αδικήματος: Kαταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
[λόγ. < αρχ. πρότερος]
- προτερόχρονος -η -ο [proteróxronos] Ε5 : που μέσα σε μια χρονική αλληλουχία προηγείται από κτ. άλλο. || (κυρ. ως ουσ., γραμμ.) το προτερόχρονο.
[λόγ. πρότερ(ος) -ο- + χρόν(ος) -ος]
- προτεστάντης ο [protestándis] Ο10 θηλ. προτεστάντισσα [protestándisa] Ο27 : οπαδός του προτεσταντισμού· διαμαρτυρόμενος.
[ιταλ. protestant(e) -ης < γαλλ. protestant < γερμ. Ρrotestant `που διαμαρτύρεται΄· λόγ. προτεστάντ(ης) -ισσα]
- προτεσταντικός -ή -ό [protestandikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον προτεσταντισμό, που στηρίζεται σε αυτόν ή που ανήκει στους προτεστάντες, αποτελείται από αυτούς ή τους χαρακτηρίζει: Προτεσταντική εκκλησία. Προτεσταντικό δόγμα. Προτεσταντική κοινότητα / αντίληψη.
[λόγ. προτεστάντ(ης) -ικός]
- προτεσταντισμός ο [protestandizmós] Ο17 : το ένα από τα τρία δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, που διαμορφώθηκε από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Λουθήρου κατά το δέκατο έκτο αιώνα. || το σύνολο των χριστιανικών εκκλησιών (των ομολογιών) που ανήκουν στο παραπάνω δόγμα.
[λόγ. < γαλλ. protestantisme (-isme = -ισμός)]



