Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 856 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προαλείφω [proalífo] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) 1. προετοιμάζω κπ. για κτ., τον προορίζω ιδίως για την ανάληψη κάποιου αξιώματος: Tον προαλείφουν για τη θέση του διευθυντή. Προαλείφεται για υπουργός. 2. (παθ.) προδιαγράφομαι, αρχίζω να διαμορφώνομαι (μέσα από μια πορεία, εξέλιξη): Οι εξελίξεις δεν προαλείφονται θετικές. Πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα οι προαλειφόμενοι κίνδυνοι.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. προαλείφομαι `αλείβομαι από πριν με λάδι (για να κατέβω στην παλαίστρα)΄, αρχ. προαλείφω `σκεπάζω από πριν΄]
- προάλλες οι [proáles] Ο (άκλ.) : μόνο στην επιρρηματική έκφραση τις προάλλες, πριν από μερικές ημέρες: Tηλεφώνησα τις ~ αλλά δε σε βρήκα.
[λόγ. δοτ. πληθ. ταις προάλλαις (< προ- άλλαις) σφαλερή δημιουργία κα τά γαλλ. πρότυπα (ces jours derniers) με ταύτιση προς την αιτ. πληθ. -ες]
- προαναγγελία η [proanangelía] Ο25 : η εκ των προτέρων αναγγελία, η γνωστοποίηση ενός γεγονότος που πρόκειται να συμβεί, προειδοποίηση: ~ θυελλωδών ανέμων (από τη μετεωρολογική υπηρεσία).
[λόγ. προαναγγέλ(λω) -ία]
- προαναγγέλλω [proanangélo] -ομαι Ρ (βλ. αναγγέλλω) : αναγγέλλω, γνωστοποιώ κτ. εκ των προτέρων, πριν να συμβεί: Έσπευσαν να προαναγγείλουν την άφιξη της διάσημης ηθοποιού.
[λόγ. < ελνστ. προαναγγέλλω]
- προανακρίνω [proanakríno] -ομαι Ρ (βλ. ανακρίνω) : υποβάλλω κπ. σε προανάκριση.
[λόγ. < αρχ. προανακρίνω]
- προανάκριση η [proanákrisi] Ο33 : προκαταρκτική ανάκριση που προηγείται της τακτικής και που διενεργείται για βεβαίωση αξιόποινης πράξης: Δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία κατά την ~.
[λόγ. προανακρί(νω) -σις > -ση, κατά το ανακρίνω - ανάκρισις]
- προανακριτικός -ή -ό [proanakritikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προανάκριση: H υπόθεση βρίσκεται στο προανακριτικό στάδιο.
προανακριτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προανάκρι(σις) -τικός]
- προανάκρουσμα το [proanákruzma] Ο49 : 1. ενέργεια ή γεγονός που προμηνύει κτ. άλλο μεγαλύτερης έκτασης, σπουδαιότητας, σοβαρότητας: Οι δολοφονίες πολιτικών προσώπων ήταν το ~ ενός μεγάλου κύματος βίας. 2. (μουσ., σπάν.) πρελούντιο.
[λόγ.: 2: ελνστ. προανακρουσ- (προανακρούομαι) `παίζω πρελούδιο΄ -μα· 1: σημδ. γαλλ. prelude]
- προαναφέρω [proanaféro] -ομαι Ρ (βλ. αναφέρω) : αναφέρω κτ., του οποίου μνεία έχω κάνει ήδη προηγουμένως: Tο θέμα, όπως προανέφερα, είναι σοβαρό.
[λόγ. < ελνστ. προαναφέρω]
- προανάφλεξη η [proanáfleksi] Ο33 : (τεχνολ.) η πρόωρη ανάφλεξη του καύσιμου μείγματος (μέσα στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσεως).
[λόγ. προ- ανάφλεξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. pre-ignition]



