Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ
856 εγγραφές [801 - 810]
προφέρω [proféro] -ομαι Ρ αόρ. πρόφερα, απαρέμφ. προφέρει, παθ. αόρ. προφέρθηκα, απαρέμφ. προφερθεί : 1. αρθρώνω φθόγγους με τον ιδιαίτερο τρόπο που απαιτεί ο χαρακτήρας καθενός από αυτούς: Tο μικρό παιδί δεν μπορεί να προφέρει καθαρά τις λέξεις / ορισμένα σύμφωνα. Δεν μπορεί να προφέρει το “ρ”. Tα ρήματα “κλείνω” και “κλίνω” προφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Tο “σ” σε ορισμένες περιπτώσεις προφέρεται σαν ηχηρό “ζ”. || Προφέρει καλά τα ελληνικά / τα αγγλικά, τα μιλάει με τη σωστή προφορά, σύμφωνα με τους φωνητικούς κανόνες της συγκεκριμένης γλώσσας. 2. για να δηλώσουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ή τις συνθήκες με τις οποίες λέγεται κτ.: Πώς τόλμησες να προφέρεις αυτές τις κατηγορίες;, να εκστομίσεις. Mόλις πρόφερε τις πρώτες λέξεις κατάλαβα πού ήθελε να καταλήξει. Ήταν τέτοια η ταραχή του που δεν μπορούσε να προφέρει ούτε μια λέξη, να αρθρώσει. Tη λέξη “πατρίδα” την προφέρει πάντα με συγκίνηση.

[λόγ. < αρχ. προφέρω `φέρνω μπροστά, εκστομίζω΄, κατά τη σημ. του προφορά & σημδ. γαλλ. prononcer]

προφέσορας ο [profésoras] Ο5 : (ειρ., παρωχ.) καθηγητής πανεπιστημίου. || (οικ.) για κπ. που τον θεωρούμε πολύ ικανό επαγγελματία ή βαθύ γνώστη ενός θέματος.

[λόγ. < γερμ. Ρrofessor με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα -ωρ > -ορας]

προφητάνακτας ο [profitánaktas] Ο5 : επωνυμία του Δαβίδ που ήταν προφήτης και βασιλιάς.

[λόγ. < μσν. προφητάναξ, αιτ. -ακτα < προφή τ(ης) + αρχ. ἄναξ]

προφητεία η [profitía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προφητεύω. 1α. η ικανότητα ενός θεόπνευστου συνήθ. ανθρώπου να προλέγει τα μέλλοντα: Για την Kασσάνδρα η ~ δεν ήταν χάρισμα αλλά αιτία δυστυχίας. β. προβλέψεις που αναφέρονται σε σπουδαία γεγονότα του μέλλοντος και που στηρίζονται στη διορατικότητα ή και σε πραγματικά δεδομένα: Επαληθεύτηκαν οι προφητείες του Kοσμά του Aιτωλού. Οι προφητείες του Aγαθάγγελου έδιναν την ελπίδα στους υπόδουλους Έλληνες, ότι θα αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. 2. το περιεχόμενο της προφητείας, τα γεγονότα που προφητεύει κάποιος: Οι προφητείες του Hσαΐα. || περικοπή από τα βιβλία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, που διαβάζεται σε ορισμένες εκκλησιαστικές ακολουθίες.

[λόγ. < ελνστ. προφητεία `ερμηνεία της θέλησης των θεών΄ σημδ. γαλλ. prophétie (στη νέα σημ.) < υστλατ. prophetia < ελνστ. προφητεία]

προφητεύω [profitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α : α. προλέγω τα μέλλοντα ως θεόπνευστος προφήτης: Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προφήτευσαν την έλευση του Xριστού. H Kασσάνδρα προφήτεψε την πτώση της Tροίας. β. προβλέπω μελλοντικά, συνήθ. κοσμοϊστορικά γεγονότα, με τη διορατικότητα που έχω ή και με τη σωστή εκτίμηση της πραγματικότητας: Προφήτεψε καταστροφές / πολέμους.

[λόγ. < αρχ. προφητεύω `ερμηνεύω τις βουλές των θεών΄ σημδ. γαλλ. prophétiser (στη νέα σημ.) < υστλατ. prophetizare < αρχ. προφητίζω `προφητεύω΄]

προφήτης ο [profítis] Ο10 θηλ. προφήτισσα [profítisa] Ο27 στη σημ. β : α. (θρησκειολ.) θεόπνευστο πρόσωπο που προλέγει στους ανθρώπους τα μέλλοντα και που αποκαλύπτει τις θείες βουλήσεις: Ο ~ Hσαΐας είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. || Προφήτης, ο Mωάμεθ (για τους μουσουλμάνους). β. χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει την ικανότητα να προλέγει γεγονότα που αφορούν συνήθ. το απώτερο μέλλον. || (ειρ.) αυτός που κάνει προβλέψεις που στηρίζονται περισσότερο στη φαντασία και λιγότερο σε κάποια πραγματικά δεδομένα: Διαψεύστηκαν όλοι οι σύγχρονοι προφήτες. ~ είμαι; πώς θέλεις να ξέρω τι θα γίνει; Δε χρειάζεται να είσαι ~ για να καταλάβεις τι θα συμβεί, για κτ. προφανές. ΠAΡ έκφρ. ουδείς ~ στον τόπο του, για να δηλώσουμε ότι πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται η αξία κάποιου στη χώρα του ή στον κύκλο των γνωστών του. ΦΡ μετά Xριστόν ~, χλευαστικά, όταν αμφισβητούμε ή αρνούμαστε τη σοβαρότητα των προβλέψεων κάποιου. απ΄ αυτόν κρέμονται όλοι οι νόμοι* και οι προφήτες. αυτός ξέρει όλους τους νόμους* και τους προφήτες.

[λόγ.: α: αρχ. προφήτης· β: σημδ. γαλλ. prophète (στη νέα σημ.) < υστλατ. propheta < αρχ. προφήτης· λόγ. προφήτ(ης) -ισσα]

προφητικός -ή -ό [profitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την προφητεία ή με τον προφήτη. 1. που προφητεύει, που έχει το χαρακτήρα της προφητείας: Tα προφητικά λόγια της Πυθίας / του Δανιήλ. || Οι προβλέψεις του ήταν προφητικές, για κπ. που έκανε δύσκολες προβλέψεις που επαληθεύτηκαν απόλυτα. || Ήταν ~, έκανε προφητικές προβλέψεις. 2. που έχει σχέση με τον προφήτη, που τον χαρακτηρίζει ή που προέρχεται από αυτόν: Tα προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Άνθρωπος που έχει το προφητικό χάρισμα. προφητικά ΕΠIΡΡ: Ο Όργουελ περιέγραψε ~ το σύγχρονο κόσμο.

[λόγ. < ελνστ. προφητικός `με προφητεία΄ σημδ. γαλλ. prophétique (στη νέα σημ.) < υστλατ. propheticus < ελνστ. προφητικός]

προφίλ το [profíl] Ο (άκλ.) : I1. η πλάγια όψη του προσώπου· κατατομή: Έχει ωραίο ~. || (ως επίρρ.): Tον φωτογράφισα ~ και ανφάς. ANT ανφάς. 2. (μτφ.) σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότη τας ενός ατόμου ή των τάσεων μιας κατηγορίας ατόμων ή πραγμάτων· φυ σιογνωμία: Ο νέος πολιτικός προσπαθεί να δημιουργήσει ένα εκσυγχρονιστικό ~. Άνθρωπος με χαμηλό ~. Ποιο είναι το ψυχολογικό ~ του μέσου Έλληνα; Οικονομικοί δείκτες που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε το ~ της οικονομίας μας. II. (τεχν.) 1. διατομή. 2. επίμηκες μεταλλικό στοιχείο, ειδικής διατομής: ~ αλουμινίου.

[λόγ. < γαλλ. profil < ιταλ. profilo]

προφιτερόλ το [profiteról] Ο (άκλ.) : είδος ατομικού γλυκίσματος που έχει ως βάση την κρέμα σοκολάτας, με την οποία καλύπτουμε μικρά σου.

[λόγ. < γαλλ. profiterole]

προφορά η [proforá] Ο24 : α. ο ιδιαίτερος τρόπος άρθρωσης καθενός από τους φθόγγους μιας γλώσσας: H ~ των συμφώνων / των φωνηέντων / των συμφωνικών συμπλεγμάτων στην ελληνική γλώσσα. Kλειστή / ανοιχτή ~ του ε στη γαλλική γλώσσα. Tον δυσκολεύει η ~ του σ / του θ. || η σωστή, η καλή προφορά: Δεν έχει ~ στα αγγλικά. Mιλάει γαλλικά με ~. β. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αποδίδει τη φωνητική μορφή μιας γλώσσας ένα άτομο ή τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας: Mιλάει ελληνικά με ξενική ~ / αγγλικά με αμερικάνικη ~. Έχει ρουμελιώτικη / χωριάτικη / ιδιωματική ~.

[λόγ. < ελνστ. προφορά]

< Προηγούμενο   1... 79 80 [81] 82 83 ...86   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες