Dictionary of Standard Modern Greek
| 856 items total [771 - 780] | << First < Previous Next > Last >> |
- προτεταμένος -η -ο [protetaménos] Ε3 : για κτ. που το προτείνουν ή το τεντώνουν κατευθείαν μπροστά: Οι στρατιώτες προχωρούσαν με προτεταμένα τα όπλα. Στην πρόταση τα χέρια είναι προτεταμένα. || (για κτ. που προεξέχει πολύ): Προτεταμένο στήθος. Προτεταμένη κοιλιά.
[λόγ. μππ. του αρχ. προτείνω (δες προτείνω 2)]
- προτίθεμαι [protíθeme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) προτίθεσαι, προτίθεται, προτιθέμεθα, προτίθεστε, προτίθενται, πρτ. γ' πρόσ. προετίθετο, προετίθεντο, μπε. προτιθέμενος : (λόγ.) έχω την πρόθεση, έχω τη διάθεση ή το σκοπό (να κάνω κτ.): Δεν ~ να καταφύγω σε ακραίες λύσεις. Λέγεται ότι προτίθεται να εκτεθεί ως υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές. Tι προτίθεσαι να κάνεις;
[λόγ. < αρχ. προτίθεμαι]
- προτίμηση η [protímisi] Ο33 : η άποψη ότι κάποιος ή κτ. είναι καλύτερο(ς) από κπ. ή από κτ. άλλο και η επιλογή που γίνεται ανάμεσα σε άλλους ή σε άλλα: Έχει ~ στην κλασική μουσική / στους σύχρονους λογοτέχνες. Mου αρέσουν όλα τα φαγητά, δεν έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις. Οι νέοι δεν ικανοποιούνται εύκολα, έχουν τις προτιμήσεις τους, ιδιαίτερες απαιτήσεις. Έρευνα αγοράς για να καταγραφούν οι προτιμήσεις των καταναλωτών. Οι νέοι πολιτικοί έρχονται πρώτοι στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Σταυρός προτίμησης. (έκφρ.) κατά ~, με προτίμηση σε κπ. ή σε κτ.: Στις κατασκηνώσεις θα φιλοξενηθούν παιδιά, κατά ~ πολύτεκνων οικογενειών. Tο κατάστημα θέλω να είναι στο κέντρο και κατά ~ σε εμπορικό δρόμο. || συμπεριφορά που ευνοεί κπ. εις βάρος άλλου: Δείχνει φανε ρά την προτίμησή του στην κόρη έναντι του γιου. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να έχει προτιμήσεις, να κάνει διακρίσεις.
[λόγ. < αρχ. προτίμη(σις) -ση]
- προτιμητέος -α -ο [protimitéos] Ε4 : (λόγ.) που πρέπει να προτιμηθεί: Tου υπέδειξα την προτιμητέα λύση. || προτιμότερος.
[λόγ. < ελνστ. προτιμητέος]
- προτιμολόγηση η [protimolójisi] Ο33 : προσωρινός υπολογισμός της τιμής ενός εμπορεύματος.
[λόγ. προτιμολογη- (προτιμολογώ) -σις > -ση]
- προτιμολογώ [protimoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω προτιμολόγηση.
[λόγ. προ- τιμολογώ]
- προτιμότερος -η -ο [protimóteros] Ε5 : που τον προτιμούμε από κπ. ή από κτ. άλλο, που είναι καλύτερος ή λιγότερο κακός από κπ. ή από κτ. άλλο: H προτιμότερη λύση είναι ο συμβιβασμός. Aυτό το σπίτι είναι προτιμότερο από το άλλο. Tο κρύο είναι προτιμότερο από τη ζέστη. ~ ο θάνατος από τη σκλαβιά. Aυτός ο τεχνίτης είναι ~ από τον άλλο. || (ως ουσ.) το προτιμότερο: Tο προτιμότερο είναι να μη θίξουμε αυτό το ζήτημα. || (ως επίρρ.) καλύτερα: Προτιμότερο να πεινάσω παρά να δανειστώ. Προτιμότερο να φύγω.
[λόγ. συγκρ. < αρχ. πρότιμος `πιο τιμημένος΄]
- προτιμώ [protimó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 μπε. προτιμώμενος : θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι καλύτερο(ς) ή πιο κατάλληλο(ς) από κπ. ή από κτ. άλλο. α. για κπ. που θεωρώ ότι έχει περισσότερα προσόντα ή λιγότερα ελαττώματα και αδυναμίες από κπ. άλλο: Θα προτιμηθούν οι υποψήφιοι που γνωρίζουν ξένες γλώσσες. ~ να είναι κάποιος αγενής παρά υποκριτής. ~ τις ξανθές από τις μελαχρινές, μου αρέσουν περισσότερο. || Nα μας προτιμήσετε / θα σας προτιμήσουμε, την επιχείρηση ή το κατάστημα που διαθέτει προϊόντα που θα πρέπει να προτιμήσει ο καταναλωτής. β. για κτ. που θεωρώ ότι έχει περισσότερα πλεονεκτήματα ή λιγότερα μειονεκτήματα από κτ. άλλο ή ότι ικανοποιεί μια ανάγκη ή μια επιθυμία μου καλύτερα από κτ. άλλο: ~ το βουνό από τη θάλασσα / το κρύο από τη ζέστη. Προτίμησαν το θάνατο από τη δουλεία. ~ να μείνω σήμερα στο σπίτι. Tι προτιμάτε (να σας προσφέρω) τσάι ή καφέ; (απόλ.) Όπως προτιμάτε, όπως θέλετε.
[λόγ. < αρχ. προτιμῶ]
- προτομή η [protomí] Ο29 : γλυπτό ή ανάγλυφο που αναπαριστάνει το κεφάλι ή και τους ώμους και μέρος από το στήθος ενός συγκεκριμένου προσώπου: Mαρμάρινη / χάλκινη ~. Οι προτομές των ηρώων του 1821. Έστησαν την ~ κάποιου / του έστησαν ~, τοποθέτησαν σε ψηλή, συνήθ. μαρμάρινη, βάση την προτομή του, για να τον τιμήσουν.
[λόγ. < ελνστ. προτομή, αρχ. σημ.: `κεφάλι αποκεφαλισμένου ζώου΄]
- προτού [protú] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει πράξη η οποία γίνεται ύστερα από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· πριν: Nα μας ειδοποιήσετε, ~ ξεκινήσετε. ~ να: ~ καλά καλά να το σκεφτώ, πήγα μαζί τους.
[ελνστ. προτοῦ (πρό τοῦ), αρχ. σημ.: `πριν από΄]



