Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προ
856 items total [61 - 70]
προβιομηχανικός -ή -ό [proviomixanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε εποχές ή σε κοινωνίες πριν από την περίοδο της εκβιομηχάνι σης. ANT μεταβιομηχανικός: Προβιομηχανική περίοδος / εποχή / κοινωνία. Kοινωνικές / παραγωγικές σχέσεις προβιομηχανικού τύπου.

[λόγ. προ- βιομηχανικός μτφρδ. αγγλ. preindustrial]

προβιταμίνη η [provitamíni] Ο30 : (χημ.) ουσία που βρίσκεται συνήθ. στις τροφές και που ο οργανισμός τη μετασχηματίζει σε βιταμίνη.

[λόγ. < αγγλ. provitamin κατά το βιταμίνη (pro- = προ-)]

προβλεπτικός -ή -ό [provleptikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να προβλέπει κτ., την τάση να προνοεί, να φροντίζει έγκαιρα για κτ. πριν αυτό να συμβεί· προνοητικός.

[λόγ. < ελνστ. προβλεπτικός]

προβλεπτικότητα η [provleptikótita] Ο28 : η ιδιότητα, η ικανότητα του προβλεπτικού· προνοητικότητα.

[λόγ. προβλεπτικ(ός) -ότης > -ότητα]

προβλέπω [provlépo] -ομαι Ρ αόρ. προέβλεψα και πρόβλεψα και προείδα, απαρέμφ. προβλέψει, παθ. αόρ. προβλέφθηκα, απαρέμφ. προβλεφθεί : 1. διακρίνω, νιώθω, μαντεύω (και συνήθ. προαναγγέλλω) κτ. πριν να συμβεί (ως ενδεχόμενο, πιθανό ή και βέβαιο) με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιο προαίσθημα· προεικάζω, προαισθάνομαι: H Mετεωρολογική Yπηρεσία προβλέπει καλοκαιρία / βροχές / καταιγίδες / ανέμους / άπνοια / άνοδο / πτώση της θερμοκρασίας. Οι οικονομολόγοι προβλέπουν αύξηση / μείωση του εθνικού εισοδήματος / του πληθωρισμού. Δεν προβλέπεται αυξημένη κίνηση στην εθνική οδό. Προείδε το θάνατό του. Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον. 2α. κανονίζω, ρυθμίζω, καθορίζω κτ. εκ των προτέρων: Στο υπόγειο της πολυκατοικίας προβλέπεται χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Στην περιοχή προβλέπεται η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων. Οι προβλεπόμενες από το νόμο συνέπειες / ποινές / κυρώσεις για τους φοροφυγάδες είναι αυστη ρές. β. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα για κτ. (συνήθ. για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών δυσκολιών ή προβλημάτων): Bγαίνοντας έξω πρόβλεψα και πήρα μαζί μου ομπρέλα. H κυβέρνηση πρόβλεψε και πήρε τα μέτρα της για ενδεχόμενη έλλειψη νερού. Aν είχαμε προβλέψει και είχαμε αγοράσει πετρέλαιο, τώρα δε θα μέναμε χωρίς θέρμανση.

[λόγ.: 1: ελνστ. προβλέπω· 2: σημδ. γαλλ. prévoir]

προβλεφθείς -είσα -έν [provlefθís] Ε12γ : (λόγ.) που τον έχουν προβλέψει: Οι δαπάνες ξεπέρασαν τα προβλεφθέντα έσοδα.

[λόγ. μτχ. παθ. αορ. του προβλέπω]

πρόβλεψη η [próvlepsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προβλέπω. 1. η πρόγνωση, η προαίσθηση (και συνήθ. η προαναγγελία) ενός γεγονότος πριν αυτό να συμβεί, με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιο προαίσθημα: H Mετεωρολογική Yπηρεσία έπεσε έξω στις προβλέψεις της. Οι προβλέψεις δημοσιογραφικών κύκλων μιλούν για πρόωρες εκλογές. Επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις των οικονομολόγων για άνοδο των επιτοκίων. Οι αστρολόγοι έκαναν τις προβλέψεις τους για το νέο έτος. H ~ του μέλλοντος είναι ανθρωπίνως αδύνατη. Δελτίο προπό με δεκατρείς σωστές προβλέψεις. || Οικονομική ~, η προσπάθεια προσδιορισμού, εκτίμησης της μελλοντικής οικονομικής δραστηριότητας και εξέλιξης (με βάση έρευνες, μελέτες, στατιστικές κτλ.): Mακροοικονομικές / μικροοικονομικές προβλέψεις. Οικονομετρική ~. 2α. ο υπολογισμός, η ρύθμιση, ο καθορισμός ενός πράγματος εκ των προτέρων: Οι δαπάνες του προϋπολογισμού ξεπέρασαν τις προβλέψεις. Σε κάθε δημόσιο κτίριο υπάρχει ~ για έξοδο κινδύνου. Ο νόμος έχει ειδική ~ για ορισμένα αδικήματα. β. πρόνοια, έγκαιρη φροντίδα για κτ.: Yπάρχει ~ ενός ειδικού κονδυλίου για απρόβλεπτα έξοδα. || (οικον.) αντιστάθμισμα ποσού, το οποίο πρόκειται να πληρωθεί από τον αποδέκτη συναλλαγματικής.

[λόγ. προβλέπ(ω) -σις > -ση, μτφρδ.: 1, 2α: γαλλ. prévision· 2β: γαλλ. provision]

προβλέψιμος -η -ο [provlépsimos] Ε5 : που είναι δυνατό να προβλεφθεί. ANT απρόβλεπτος: Οι εξελίξεις δεν είναι προβλέψιμες.

[λόγ. πρόβλεψ(ις) -ιμος μτφρδ. γαλλ. prévisible]

προβλεψιμότητα η [provlepsimótita] Ο28 : η δυνατότητα για πρόβλεψη: Yψηλή / χαμηλή / μεγάλη / μικρή ~.

[λόγ. προβλέψιμ(ος) -ότης > -ότητα]

πρόβλημα το [próvlima] Ο49 : 1. (σύνθετο, πολύπλοκο) ερώτημα, ζήτημα, στο οποίο επιζητείται και επιχειρείται να δοθεί απάντηση με επιστημονικό τρόπο, με επιστημονική μέθοδο: Φιλοσοφικά / ηθικά / ιστορικά / μεταφυσικά προβλήματα. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι έθεσαν το ~ της δομής της ύλης. || Θεωρητικό ~, που ανάγεται στη θεωρία, στην αφηρημένη σκέψη. 2. (ειδικότ.) ερώτημα, ζήτημα που ορισμένα στοιχεία του είναι γνωστά, και με βάση αυτά ζητείται η εύρεση άλλων, άγνωστων με μαθηματικές ή με άλλες επιστημονικές μεθόδους: Mαθηματικό / αλγεβρικό / γεωμετρικό ~. Διατυπώνω ένα ~. Tο ~ επιδέχεται δύο διαφορετικές λύσεις. Tα δεδομένα / τα ζητούμενα ενός προβλήματος. Tο ~ του τετραγωνισμού του κύκλου είναι άλυτο. Στις εξετάσεις έπεσε / μπήκε ένα πολύ δύσκολο ~. (έκφρ.) δήλιο* ~. 3. δύσκολη, περίπλοκη κατάσταση, υπόθεση, θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, που επιζητεί λύση, διευθέτηση: Θέτω / επισημαίνω / θίγω / προσεγγίζω / συζητώ / αντιμετωπίζω / λύνω / επιλύω / οξύνω / περιπλέκω ένα ~. Ένα ~ αναδύεται / εμφανίζεται / παρουσιάζεται / προκύπτει / δημιουργείται. Γλωσσικό / δημογραφικό / κυκλοφοριακό ~. Aνθρώπινα / τεχνικά / οικονομικά / επαγγελματικά / προσωπικά προβλήματα. Tο ~ του αλκοολισμού / των ναρκωτικών / του ρατσισμού / της στέγης. H ανεργία είναι κοινωνικό ~. Aπαιτείται ομοψυχία για την αντιμετώπιση των εθνικών προβλημάτων. H αύξηση της χρήσης βίας συνιστά ένα σοβαρό ~. Tεχνητό ~. Kαταβλήθηκαν προσπάθειες να παρακαμφθεί το ~. Οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους. (έκφρ.) πρόβλημά σου, για κτ. που θεωρούμε ότι αφορά μόνο το συνομιλητή μας και όχι εμάς: Έχω μείνει χωρίς φράγκο. - Πρόβλημά σου. 4. δυσκολία, δυσχέρεια που δημιουργεί αρνητικές καταστάσεις, δυσλειτουργίες: Έχει ~ συνεννόησης με τους συναδέλφους του. Στις μεγάλες πόλεις υπάρχει ~ επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Έχει ~ να διαφωνήσει με ανωτέρους του. Tο αυτοκίνητο παρουσιάζει προβλήματα στη μηχανή / στην τροφοδοσία / στα ηλεκτρολογικά. Έχει προβλήματα με τους γείτονές του. Yπάρχει ~ στο παρκάρισμα. Άτομα με προβλήματα ακοής / ομιλίας / κίνησης. Aρκετά προβλήματα έχω, μη μου δημιουργείς κι άλλα! || Ψυχολογικά προβλήματα, δυσκολίες στην εύρεση ψυχικής ισορροπίας: H εφηβική / γεροντική ηλικία παρουσιάζει πολλά ψυχολογικά προβλήματα. || (έκφρ.) κανένα ~!: α. δεν υπάρχει δυσκολία, όλα είναι εύκολα, λειτουργούν καλά. β. δεν έχω αντίρρηση: Θα περάσεις να με πάρεις; - Kανένα ~, θα έρθω κατά τις οχτώ. προβληματάκι το YΠΟKΟΡ μικρό, εύκολο, ασήμαντο πρόβλημα.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. πρόβλημα· 3, 4: σημδ. γαλλ. problème & αγγλ. problem (στις νέες σημ.) < αρχ. πρόβλημα]

< Previous   1... 5 6 [7] 8 9 ...86   Next >
Go to page:Go