Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ
856 εγγραφές [51 - 60]
πρόβατο το [próvato] Ο42 θηλ. προβατίνα [provatína] Ο26 : 1. ζώο τετράποδο, θηλαστικό, μηρυκαστικό με πυκνό και σγουρό τρίχωμα· αρνί: Bόσκω / φυλάω / κουρεύω / σφάζω τα πρόβατα. Ένα κοπάδι πρόβατα. Tο ~ εκτρέφεται για το κρέας, το γάλα και το μαλλί του. Πάνε όλοι μαζί σαν (τα) πρόβατα. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα από τα ερίφια, ξεχωρίζω τους καλούς από τους κακούς ανθρώπους. μαύρο ~, για κπ. που διαφέρει από το σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένος και για το λόγο αυτό δεν είναι πλήρως αποδεκτός: Tο μαύρο ~ του κόμματος / της οικογένειας. (απαρχ.) απολωλός ~, αυτός που έχει παρεκκλίνει από την ορθή πίστη, ο αμαρτωλός και με επέκταση ο διεφθαρμένος, ο άσωτος. (λόγ.) ως πρόβατον επί σφαγήν, για κπ. που οδηγείται σε καταστροφή χωρίς να το ξέρει, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. ΠAΡ έκφρ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, για κπ. που παρά την προφανή ακαταλληλότητά του, λόγω αναξιοπιστίας, τον τοποθετούν σε θέση, την οποία είναι πιθανότατο να χρησιμοποιήσει για το προσωπικό του συμφέρον ή και προς βλάβη τρίτων. ΠAΡ Όποιο ~ βγαίνει απ΄ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, όποιος απομακρύνεται, απομονώνεται από μια ομάδα (είναι ευάλωτος και) δεν επιβιώνει. 2. (μτφ., για άνθρ.) α. απονήρευτος, αφελής: Δεν κατάλαβε ότι τον εκμεταλλεύονται, το ~! β. πράος, άκακος: Δεν πειράζει κανέναν, είναι τελείως ~. γ. άβουλος, ανόητος: Tι με πέρασε, για ~; προβατάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό πρόβατο. 2. (πληθ.) οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται στην κορυφή των κυμάτων (όταν φυσάει δυνατός αέρας): Σήμερα η θάλασσα έχει προβατάκια.

[αρχ. πρόβατον· πρόβατ(ο) -ίνα]

προβατοκάμηλος η [provatokámilos] Ο36 : (λόγ.) το ζώο λάμα.

[λόγ. πρόβατ(ον) -ο- + κάμηλος]

προβεβλημένος -η -ο [provevliménos] Ε3 μππ. του προβάλλω : που έχει προβληθεί, που έχει γίνει ευρύτερα γνωστός· εξέχων, διαπρεπής: ~ συγγραφέας / καλλιτέχνης / πολιτικός / διανοούμενος.

[λόγ. μππ. του αρχ. προβάλλω (δες προβάλλωΙΙΙ1)]

πρόβειος -α -ο [próvjos] Ε4 : που προέρχεται από πρόβατο: Πρόβειο γά λα / γιαούρτι / τυρί.

[μσν. πρόβειος < το πρόβ(α) -ειος < πληθ. πρόβατα (πρόβατο) αναλ. προς το γάλατα - γάλα]

προβηγκιανός -ή -ό [provigianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην Προβηγκία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Προβηγκιανή γλώσσα. || (ως ουσ.) τα προβηγκιανά, η προβηγκια νή, η προβηγκιανή γλώσσα. 2. (ως ουσ.) ο Προβηγκιανός, θηλ. Προβηγκιανή, ο κάτοικος της Προβηγκίας.

[λόγ. Προβηγκί(α) -ανός < γαλλ. Ρrovence (ορθογρ. δαν.) < λατ. provincia Gallia `η γαλατική επαρχία΄]

προβιά η [provjá] Ο24 : 1. το ακατέργαστο ή και κατεργασμένο δέρμα προβάτου ή άλλου ζώου με το τρίχωμά του· (πρβ. τομάρι): Tο πάτωμα ήταν στρωμένο με προβιές. 2. (μτφ.) στοιχείο μεταμφίεσης με πρόθεση την παραπλάνηση.

[μσν. προβέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πρόβ(α δες στο πρόβειος) -έα > -ιά]

προβιβάζω [provivázo] -ομαι Ρ2.1 : προωθώ κπ. σε ανώτερη θέση, σε ανώτερο βαθμό μιας ιεραρχημένης κλίμακας (ιδ. για μαθητές)· (πρβ. προάγω): Ο μαθητής προβιβάστηκε στην επόμενη τάξη.

[λόγ. < αρχ. προβιβάζω `κάνω να προχωρήσει΄ σημδ. γαλλ. promouvoir]

προβιβάσιμος -η -ο [provivásimos] Ε5 : (για πρόσ.) που μπορεί, που είναι άξιος να προβιβαστεί. || (για άψ.) που επιτρέπει τον προβιβασμό: Ο μαθητής πήρε προβιβάσιμους βαθμούς.

[λόγ. προβιβασ- (προβιβάζω) -ιμος]

προβιβασμός ο [provivazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προβιβάζω· (πρβ. προαγωγή).

[λόγ. < ελνστ. προβιβασμός `προχώρημα΄ σημδ. γαλλ. promotion]

προβιβαστέος -α -ο [provivastéos] Ε4 : που πρέπει, που κρίνεται άξιος να προβιβαστεί.

[λόγ. προβιβασ- (προβιβάζω) -τέος]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...86   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες