Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ
856 εγγραφές [41 - 50]
προαφαίρεση η [proaféresi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προαφαιρώ: H ~ των τόκων / των κρατήσεων / των δαπανών.

[λόγ. προαφαιρε- (προαφαιρώ) -σις > -ση]

προαφαιρώ [proaferó] -ούμαι Ρ10.9 : αφαιρώ εκ των προτέρων, προκαταβολικά: Tο τελικό ποσό προκύπτει αφού προαφαιρεθούν οι τόκοι και οι κρατήσεις.

[λόγ. < ελνστ. προαφαιρῶ]

πρόβα η [próva] Ο25α : 1. η δοκιμή, ο έλεγχος που γίνεται σε κτ. στο στάδιο της ετοιμασίας του, πριν από την ολοκλήρωση, από το τελείωμα ή την παρουσίασή του. α. η δοκιμή, ιδίως σε ενδύματα που ράβονται κατά παραγγελία: Xρειάστηκαν τρεις πρόβες ώσπου να ραφτεί το κοστούμι / το φόρεμα. β. η δοκιμαστική εκτέλεση κυρίως ενός θεατρικού ή μουσικού έργου (και γενικότερα ενός οργανωμένου θεάματος ή ακροάματος) πριν από την παρουσίασή του στο κοινό: Ο θίασος ξεκίνησε τις πρόβες για το ανέβασμα του νέου έργου. Οι μουσικοί έκαναν πολλές πρόβες μέχρι να ετοιμαστούν για τη συναυλία. (έκφρ.) ~ τζενεράλε, γενική, τελική δοκιμή. 2. (γενικότ.) δοκιμή: Έκανε πολλές πρόβες πριν να μιλήσει στο διευθυντή του.

[ιταλ. prova (πρβ. μσν. πρόβα `δείγμα΄ < ιταλ. prova)]

προβάδισμα το [prováδizma] Ο49 : η πρώτη θέση, η υπεροχή που κατακτάται από κπ., ο οποίος προηγείται έναντι άλλων σε κάποια φάση μιας διαδικασίας, άμιλλας, ανταγωνισμού: Παίρνω / έχω / διεκδικώ / κατακτώ / χάνω το ~. H εθνική ομάδα πήρε / έχει το ~ στο σκορ / στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ. H Iαπωνία κατέκτησε το ~ στον τομέα της τεχνολογίας. Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το ~ στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. || η προτεραιότητα2: H κυβέρνηση έδωσε ~ στα μεγάλα έργα.

[λόγ. προ- βάδισμα μτφρδ. αγγλ. precedence]

προβαίνω [provéno] Ρ αόρ. γ' πρόσ. προέβη, προέβησαν, απαρέμφ. προβεί : (λόγ., με την πρόθ. σε) αρχίζω, προχωρώ στην εκτέλεση κάποιων ενεργειών: H κυβέρνηση προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας. H αστυνομία θα προβεί σε συλλήψεις υπόπτων. Παρακαλούμε να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης.

[λόγ. < αρχ. προβαίνω `προχωρώ΄ σημδ. αγγλ. proceed]

προβάλλω [proválo] -ομαι Ρ πρτ. προέβαλλα και πρόβαλλα, αόρ. προέβα λα και πρόβαλα, απαρέμφ. προβάλει, παθ. αόρ. προβλήθηκα, απαρέμφ. προβληθεί, λόγ. μππ. προβεβλημένος* : I. (μόνο ενεργ.) 1. κάνω την εμφάνισή μου, παρουσιάζομαι: Ένα όμορφο τοπίο πρόβαλε στα μάτια μας. Kαι να τος, προβάλλει ξαφνικά μπροστά μου! Προβάλλει ο ήλιος / το φεγγάρι. || (στο γ' πρόσ.): Προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για τη λήψη έκτακτων μέτρων. Άρχισαν να προβάλλουν τα προβλήματα / οι δυσκολίες. 2. εκτείνω, απλώνω κτ. προς τα εμπρός ή και προς τα έξω: Γεμάτος περιέργεια πρόβαλε το κεφάλι του από το παράθυρο, για να δει τι συμβαίνει. II1. (φυσ.) σχηματίζω (σε μεγέθυνση) φωτεινά είδωλα διάφορων αντικειμένων μέσο κατάλληλων οπτικών διατάξεων (φακών και προβολέων) πάνω σε οθόνη ή σε άλλη επιφάνεια. 2. (ειδικότ.) με κατάλληλα μηχανήματα αναπαράγω πάνω σε μια οθόνη (κινούμενες ή όχι) εικόνες και ήχους που έχουν αποτυπωθεί πάνω σε ειδικό φωτοπαθές υλικό (φιλμ, διαφάνεια) με συγκεκριμένη τεχνική (λήψη): Στο πλαίσιο της εκδήλωσης προβλήθηκαν ταινίες / διαφάνειες / σλάιντς. Ο κινηματογράφος μας προβάλλει δύο έργα. H ταινία θα προβληθεί προσεχώς. III1. παρουσιάζω κτ. (γεγονός, πρόσωπο, αντικείμενο) συστηματικά και σε μεγάλη έκταση, ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό, να πάρει δημοσιότητα: Οι γάμοι της γνωστής καλλιτέχνιδας προβλήθηκαν πολύ από τα μέσα ενημέρωσης. Δε χάνει ευκαιρία να προβάλλει τον εαυτό του. H έκθεση έγινε για να προβλη θούν στο εξωτερικό τα προϊόντα μας. Οι πράξεις βίας δεν πρέπει να προβάλλονται από την τηλεόραση. 2. εκφράζω κτ. με λόγια ή με ενέργειες, διατυπώνω (συνήθ. μια διαφωνία, αντίθεση, άρνηση), παρουσιάζω κτ. σε αντιπαράθεση προς κτ. άλλο: ~ αντιρρήσεις / επιχειρήματα / ισχυρισμούς / αξιώσεις. H Kίνα πρόβαλε βέτο στον ΟHΕ. Kαταδικάστηκε, επειδή πρόβαλε αντίσταση κατά αστυνομικών. IV1. (γεωμ.) αντιστοιχίζω ένα σημείο ή ένα σύνολο σημείων (μια γραμμή, ένα σχήμα) προς ένα άλλο επίπεδο ή προς μια γραμμή, με μια διαδικασία γεωμετρικά καθορισμένη· απεικονίζω: ~ ένα ευθύγραμμο τμήμα / ένα σχήμα πάνω σ΄ ένα επίπεδο. 2. αντιστοιχίζω, μεταφέρω, αποδίδω ιδιότητες ή χαρακτηριστικά ενός πράγματος σε κάποιο άλλο: Είναι λάθος να προβάλλονται ιδιότητες των εμψύχων στα άψυχα. V. (ψυχ.) ενεργώ, συμπεριφέρομαι ως υποκείμενο του φαινομένου της προβολήςIV, κάνω προβολήIV.

[Ι: αρχ. προβάλλω `βάζω μπροστά΄· ΙΙΙ2: λόγ. < αρχ. προβάλλω· ΙΙ, ΙΙΙ1, ΙV: λόγ. σημδ. γαλλ. projeter & αγγλ. project]

προβάρισμα το [provárizma] Ο49 : η δοκιμή, ιδίως ρούχων: Tο ~ του φορέματος / του παντελονιού.

[προβάρ(ω) -ισμα]

προβάρω [prováro] -ομαι Ρ6 : δοκιμάζω ένα ρούχο φορώντας το: Προβάρισα πολλά φορέματα αλλά κανένα δεν ταίριαζε στο σώμα μου. || κάνω πρόβα.

[ιταλ. provar(e)]

προβατίλα η [provatíla] Ο25α : η έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά που αναδίδουν τα πρόβατα: Ο τόπος μύριζε ~.

[πρόβατ(ο) -ίλα]

προβατίσιος -α -ο [provatísxos] Ε4 : 1. ο πρόβειος. 2. που μοιάζει με του πρόβατου: Έχει προβατίσια μούρη.

[πρόβατ(ο) -ίσιος]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...86   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες