Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ
856 εγγραφές [11 - 20]
προαγωγικός -ή -ό [proaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προαγωγή: Γραπτές / προφορικές προαγωγικές εξετάσεις.

[λόγ. προαγωγ(ή) -ικός (διαφ. το ελνστ. προαγωγικός `ικανός στη μαστροπία΄ δες προαγωγός)]

προαγωγός ο [proaγογós] Ο17 θηλ. προαγωγός [proaγoγós] Ο34 : αυτός που εξωθεί, που παρακινεί μια γυναίκα στην πορνεία· μαστροπός: Στα μπαρ του λιμανιού σύχναζαν πόρνες και προαγωγοί.

[λόγ. < αρχ. προαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

προαίρεση η [proéresi] Ο33 : ενδόμυχη ψυχική (συναισθηματική και διανοητική) τάση, προδιάθεση, πρόθεση, που οδηγεί σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις προτιμήσεων και επιλογών: Ενεργώ / κάνω κτ. με αγαθή / καλή / κακή ~. Είχα όλη την καλή ~ να τον βοηθήσω. || (έκφρ.) κατά ~, με ελεύθερη βούληση, χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, προαιρετικά. || (φιλοσ.) η γενική κατεύθυνση της σκέψης και του θυμικού του ανθρώπου, με βάση την οποία κρίνει ηθικά τις πράξεις τις δικές του και των άλλων.

[λόγ. < αρχ. προαίρε(σις) -ση `πρόθεση, θέληση΄]

προαιρετικός -ή -ό [proeretikós] Ε1 : που γίνεται με ελεύθερη βούληση και επιλογή και όχι από υποχρέωση ή εξαναγκασμό. ANT υποχρεωτικός: Προαιρετική εισφορά. H παρακολούθηση του μαθήματος είναι προαιρετική. προαιρετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. προαιρετικός `που επιλέγει ελεύθερα΄ σημδ. γαλλ. facultatif]

προαιρούμαι [proerúme] Ρ10.9β (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) με ελεύθερη βούληση αποφασίζω, επιλέγω, κάνω κτ.: Στους εράνους δίνει κανείς ό,τι προαιρείται. Δώστε ό,τι προαιρείσθε.

[λόγ. < αρχ. προαιροῦμαι]

προαισθάνομαι [proesθánome] Ρ αόρ. προαισθάνθηκα, απαρέμφ. προαισθανθεί : αισθάνομαι εκ των προτέρων κτ. που πρόκειται να συμβεί ή προβλέπω κτ. πριν να εκδηλωθεί, πριν να γίνει αντιληπτό από άλλον: ~ ότι κάτι καλό / κακό θα μου συμβεί. Tα ζώα προαισθάνονται τον κίνδυνο.

[λόγ. < αρχ. προαισθάνομαι]

προαίσθημα το [proésθima] Ο49 : καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί: Έχω ένα καλό / κακό ~. Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό ~.

[λόγ. προ- αίσθημα μτφρδ. γαλλ. pressentiment]

προαίσθηση η [proésθisi] Ο33 : η αίσθηση που έχει κάποιος εκ των προτέρων ότι κτ. πρόκειται να συμβεί· (πρβ. διαίσθηση): Πιστεύω στην ~.

[λόγ. < ελνστ. προαίσθη(σις) -ση]

προαιώνιος -α -ο [proeónios] Ε6 : που υπάρχει από πολλούς αιώνες, παμπάλαιος, πανάρχαιος: H προαιώνια πίστη του ανθρώπου στο Θεό. Οι δυο λαοί χωρίζονται από προαιώνια έχθρα. προαιώνια & (λόγ.) προαιωνίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προαιώνιος, προαιωνίως]

προακτέος -α -ο [proaktéos] Ε4 : που είναι, που κρίνεται άξιος να προα χθεί (στη σημ. 2): Πίνακας / κατάσταση προακτέων μαθητών / υπαλλήλων / στρατιωτικών.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. προακτέον `πρέπει να μεταφερθεί΄ κατά τη σημ. του προάγω2]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...86   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες