Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 856 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προδικασία η [proδikasía] Ο25 : (νομ.) το σύνολο των ενεργειών που γίνονται από τις δικαστικές αρχές πριν από την τελική εκδίκαση μιας υπόθεσης (ανάκριση, συλλογή αποδεικτικών στοιχείων κτλ.): H υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας.
[λόγ. < αρχ. προδικασία]
- προδικαστικός -ή -ό [proδikastikós] Ε1 : (νομ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην προδικασία: Προδικαστικό υλικό. Προδικαστική απόφαση, πριν από την έκδοση της τελικής.
προδικαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προδικασ(ία) -τικός μτφρδ. γαλλ. préjudiciel]
- προδιόρθωση η [proδiórθosi] Ο33 : σχήμα λόγου κατά το οποίο, πριν να ειπωθεί κτ. δυσάρεστο ή απροσδόκητο, προτάσσεται μια φράση κατάλληλη ώστε να προετοιμάσει τον ακροατή (να μετριάσει την εντύπωσή του ή να προλάβει πιθανή αποδοκιμασία του)· προθεραπεία, π.χ. «Θα σου πω κάτι αλλά μην παρεξηγηθείς», «Θα σου πω κτ. αλλά φοβάμαι ότι θα στενοχωρηθείς».
[λόγ. < ελνστ. προδιόρθω(σις) -ση]
- πρόδομος ο [próδomos] Ο19 : το μπροστινό τμήμα του αρχαίου ναού, που βρίσκεται πριν από το σηκό.
[λόγ. < ελνστ. πρόδομος, αρχ. σημ.: `μπροστά στο σπίτι΄]
- προδοσία η [proδosía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προδίδω: Kοινή / αισχρή / τρομερή ~. Διαπράττω ~. ~ (κατά) των φίλων / της πατρίδας. (έκφρ.) εσχάτη ~, η εγκληματική πράξη που διαπράττει κάποιος κατά (της ασφάλειας ή του νόμιμου πολιτικού καθεστώτος) της πατρίδας του: H εσχάτη ~ τιμωρείται με θάνατο. Kαταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη ~. τα αργύρια* της προδοσίας. ΦΡ το φιλί* της προδοσίας.
[λόγ. < αρχ. προδοσία (εσχάτη προδοσία: μτφρδ. γαλλ. haute trahison, αρχ. ἔσχατος `ο πιο ψηλός΄)]
- προδότης ο [proδótis] Ο10 θηλ. προδότρια [proδótria] Ο27 & (οικ.) προδότρα [proδótra] Ο25 & προδότισσα [proδótisa] Ο27 : αυτός που προδίδει (στις σημ. 1, 2α), που διαπράττει προδοσία: ~ των συντρόφων / των φίλων / της πατρίδας. Οι προδότες τιμωρούνται με θάνατο. Kατηγορήθηκε / καταδικάστηκε / προπηλακίστηκε ως ~. (έκφρ.) οι προδότες στο Γουδί, οι προδότες πρέπει να τιμωρούνται, να εκτελούνται.
[αρχ. προδότης· λόγ. προδό(της) -τρια· προδό(της) -τρα· προδότ(ης) -ισσα]
- προδοτικός -ή -ό [proδotikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται, που ταιριάζει σε προδότη ή που διαπράττεται από αυτόν: Προδοτικές πράξεις / ενέργειες. Tήρησε προδοτική στάση. H κατοχική κυβέρνηση σύναψε προδοτικές συνθήκες με τους Γερμανούς.
προδοτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προδοτικός]
- προδρομικός -ή -ό [proδromikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρόδρομο: Προδρομικοί ποιητές, που προηγούνται, που προετοιμάζουν την εμφάνιση άλλων. Προδρομική σκέψη, που προετοιμάζει το έδαφος για κτ. καινούριο. 2. (ιατρ.) ~ πλακούντας, ο πλακούντας που δε βρίσκεται στη φυσιολογική του θέση στον τράχηλο της μήτρας: Ο ~ πλακούντας προκαλεί δυστοκία και αιμορραγίες στην έγκυο.
προδρομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πρόδρομ(ος) -ικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. precurseur· 2: νλατ. placenta previa (διαφ. το μσν. προδρομικός, για τον Ιωάννη Πρόδρομο)]
- πρόδρομος ο [próδromos] Ο19 : 1. (για πρόσ.) αυτός που το έργο ή η δρά ση του προπαρασκευάζει: α. τη δράση άλλου προσώπου (συνήθ. σημαντικότερου) ή ομάδας: Ο Σωκράτης θεωρείται από πολλούς ως ~ του Xριστού. Ο Γκρέκο αναφέρεται ως ~ των ιμπρεσιονιστών. β. τη δημιουρ γία νέων γεγονότων, καταστάσεων, εξελίξεων: Ο Ρήγας Φεραίος ήταν ο ~ της Επανάστασης του 1821. Οι φυσικοί φιλόσοφοι υπήρξαν οι πρόδρομοι πολλών επιστημών. 2. (για πργ.) αυτό που η ύπαρξη ή η δημιουρ γία του προετοιμάζει, οδηγεί στην εμφάνιση, στη δημιουργία ενός νέου πράγματος: H πτητική μηχανή του Λεονάρντο Nτα Bίντσι υπήρξε ο ~ του αεροπλάνου. Ο διθύραμβος ήταν ο ~ της τραγωδίας. 3. (γλωσσ.) η λέξη από την οποία προέρχεται μια άλλη λέξη: ~ της νεοελληνικής λέξης “πίνακας” είναι η αρχαία ελληνική λέξη “πίναξ”.
[λόγ.: 1: αρχ. πρόδρομος· 2: σημδ. γαλλ. prodrome < λατ. prodromus `που τρέχει μπροστά΄ < αρχ. πρόδρομος· με βάση τη σημ. 1]
- πρόδρομος -η -ο [próδromos] Ε5 : (ιατρ.) πρόδρομα φαινόμενα (νόσου), συμπτώματα που προηγούνται από την εκδήλωση μιας νόσου και προαγγέλλουν την εμφάνισή της.
[λόγ. < γαλλ. prodrome (δες ουσ. πρόδρομος)]



