Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προ
856 items total [101 - 110]
πρόγκα η [próŋga] Ο25 : (οικ.) 1. θορυβώδης, έντονη ομαδική αποδοκιμασία, χλευασμός· γιουχάισμα: Mόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, άρχισε η ~. 2. άγριο, επιθετικό (συνήθ. ομαδικό) πείραγμα: Οι συμμαθητές του τον υποδέχτηκαν με ~ και ειρωνεία.

[σλαβ. *poroga με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] ]

προγκάω [proŋgáo] & Ρ10.2α μππ. προγκηγμένος & προγκάρω [proŋgáro] Ρ6α & προγκίζω [pronízo] Ρ2.3α μππ. προγκισμένος : (οικ.) 1. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο· γιουχαΐζω: Tο πλήθος / το κοινό άρχισε να προγκάει τον ομιλητή / τους ηθοποιούς. 2. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου ζητήσει πάλι δανεικά κι εγώ τον πρόγκηξα. 3. (λαϊκότρ.) α. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου: Έβγαλε τα κατσίκια απ΄ το μαντρί και τα πρόγκηξε κατά το βοσκοτόπι. Πρόγκη ξε το σκυλί, για να μην πλησιάσει στα φαγητά. β. ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Tο άλογο πρόγκηξε από τις ντουφεκιές.

[πρόγκ(α) -άω, -άρω, -ίζω]

πρόγκηγμα το [próngiγma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προγκάω, η πρόγκα: Tο ~ του πλήθους ανάγκασε τους ηθοποιούς να διακόψουν την παράσταση.

[προγκηκ- (προγκάω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

προγναθία η [proγnaθía] Ο25 : ο προγναθισμός.

[λόγ. < νλατ. prognathia < pro- = προ- + αρχ. γνάθ(ος) -ia = -ία]

προγναθικός -ή -ό [proγnaθikós] Ε1 : που παρουσιάζει προγναθισμό. || (ως ουσ.) ο προγναθικός.

[λόγ. < γαλλ. prognath(e) -ικός < pro- = προ- + αρχ. γνάθος]

προγναθισμός ο [proγnaθizmós] Ο17 : (ανθρωπολ.) ειδική διαμόρφωση των γνάθων, κατά την οποία η άνω, η κάτω ή και οι δύο σιαγόνες προεξέχουν περισσότερο από το κανονικό σε ορισμένα άτομα ή σε φυλές· εξωγναθία: Ορισμένες φυλές της Aφρικής παρουσιάζουν προγναθισμό.

[λόγ. < γαλλ. prognathisme < prognath(e) = προγναθ(ικός) -isme = -ισμός]

πρόγνωση η [próγnosi] Ο33 : ο εκ των προτέρων υπολογισμός, η πρόβλε ψη γεγονότων ή φαινομένων (και των επακόλουθων συνεπειών τους) που πρόκειται ή που είναι ενδεχόμενο να συμβούν και που γίνεται κυρίως με βάση κάποια στοιχεία ή με συνδυασμούς στοιχείων: H ~ του καιρού. H ~ των αποτελεσμάτων των ποδοσφαιρικών αγώνων. Aκριβής / επιτυχής / εσφαλμένη ~. || (ιατρ.) η πρόβλεψη του γιατρού για την εξέλι ξη και την κατάληξη μιας νόσου (με βάση κάποια στοιχεία ή την πείρα του). || (οικον.) η έγκαιρη διάγνωση μιας νέας φάσης της οικονομίας και η λήψη των κατάλληλων μέτρων προσαρμογής και αναπροσανατολισμού.

[λόγ. < αρχ. πρόγνω(σις) -ση]

προγνωστικός -ή -ό [proγnostikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρόγνωση, συνήθ. ως ουσ.: 1. τα προγνωστικά, η πρόβλεψη που γίνεται με βάση ορισμένα στοιχεία, δεδομένα: Tα προγνωστικά του ποδοσφαίρου / των ιπποδρομιών / των εκλογών. 2. το προγνωστικό: α. η ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου να προβλέπει, να προμαντεύει κτ. β. (ιατρ.) η πρόβλεψη της πορείας μιας ασθένειας.

[λόγ.: 2α: αρχ. προγνωστικός· 2β: ελνστ. σημ.· 1: σημδ. γαλλ. pronostic, πληθ. -ics < υστλατ. prognosticus < ελνστ. προγνωστικός]

προγόμφιος ο [proγómfios] Ο20α : καθένα από τα οχτώ δόντια που βρίσκονται ανά δύο ανάμεσα στους γομφίους και στους κυνόδοντες στην άνω και κάτω σιαγόνα του ανθρώπου και των άλλων θηλαστικών.

[λόγ. προ- γομφίος μτφρδ. γαλλ. prémollaire]

προγόνι το [proγóni] Ο44α : ο προγονός ή η προγονή κάποιου. (έκφρ.) σαν τα κακά προγόνια, γι΄ αυτούς που τσακώνονται, που καβγαδίζουν με μεγάλη ένταση και συχνότητα: Tρώγονται / μαλώνουν σαν τα κακά προγόνια.

[μσν. προγόνι < *προγόνιον υποκορ. αρχ. πρόγονος]

< Previous   1... 9 10 [11] 12 13 ...86   Next >
Go to page:Go