Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσώρας
1 εγγραφή
προσώρας [prosóras] επίρρ. χρον. : α. για την ώρα, έως αυτή την ώρα. β. προσωρινά.

[μσν. φρ. προς ώραν αναλ. προς άλλα επιρρ. σε γεν.: καταγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες