Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προστιμάρω
1 εγγραφή
προστιμάρω [prostimáro] Ρ6α : (λαϊκότρ.) επιβάλλω πρόστιμο.

[πρόστιμ(ο) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες