Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προστατικός
1 εγγραφή
προστατικός -ή -ό [prostatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον προστάτη 2.

[λόγ. < γαλλ. prostatique < prostat(e) = προστάτ(ης) 2 -ique = -ικός (διαφ. το αρχ. προστατικός `που ανήκει σε ηγέτη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες