Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσροφώ
1 εγγραφή
προσροφώ [prozrofó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (επιστ.) απορροφώ μια ουσία από το επιφανειακό μόνο στρώμα ενός υγρού ή στερεού σώματος.

[λόγ. προσ- ροφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες