Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσήκων -ουσα -ον [prosíkon] Ε12 : (λόγ.) που ανήκει, που ταιριάζει, που αναλογεί σε κπ. ή σε κτ., ο πρέπων, ο δέων: Tου φέρθηκαν με τον προσήκοντα σεβασμό. Tο θέμα αντιμετωπίζεται με την προσήκουσα σοβαρότητα.
[λόγ. < αρχ. προσήκων]



