Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προς
294 εγγραφές [11 - 20]
προσανατολισμός ο [prosanatolizmós] Ο17 : 1. η θέση, η διάταξη στο χώρο σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα: Ο ~ του διαμερίσματος είναι ανατολικομεσημβρινός. Ο ~ του κόλπου προσφέρεται για τη δημιουργία λιμανιού. 2. ο εντοπισμός μιας συγκεκριμένης (ή της σωστής) θέσης, κατεύθυνσης στο χώρο ή σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα: Είναι δύσκολος ο ~ μέσα στη νύχτα / στο δάσος. Xάνω / βρίσκω τον προσανατολισμό μου. ~ με τη βοήθεια του χάρτη / της πυξίδας. 3. (μτφ.) α. η (συγκεκριμένη) κατεύθυνση, επιλογή: Πολιτικός / ιδεολογικός / κοινωνικός / φιλοσοφικός ~. Aριστερός / δεξιός / προοδευτικός / συντηρητικός ~. Επαγγελματικός ~, η επιστημονική διαδικασία της επιλογής του κατάλληλου ανθρώπου και της τοποθέτησής του στην κατάλληλη θέση με βάση την εκπαίδευση, τις ιδιαίτερες ικανότητές του και τις ειδικές συνθήκες της αγοράς. β. η (συγκεκριμένη) κατεύθυνση προς την οποία στρέφονται, τείνουν οι σκέψεις, οι ενέργειες, η προσοχή κτλ. κάποιων. ANT αποπροσανατολισμός: Ο ~ της συζήτησης είναι εξαρχής εσφαλμένος.

[λόγ. προσανατολισ- (προσανατολίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. orientation]

προσάπτω [prosápto] -ομαι Ρ αόρ. προσήψα, απαρέμφ. προσάψει, (παθ. μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) καταλογίζω κτ. σε βάρος κάποιου, αποδίδω σε κπ. ευθύνες για κτ.: ~ κατηγορία. Δεν είχαν να του προσάψουν τίποτα. Tου προσάπτουν ότι, όταν ήταν ταμίας, καταχράστηκε μεγάλα ποσά.

[λόγ. < αρχ. προσάπτω]

προσαράζω [prosarázo] Ρ2.2α : (για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι σε αβαθή βυθό ή σε υφάλους: Tο πλοίο προσάραξε στα αβαθή του λιμανιού και ακινητοποιήθηκε.

[λόγ. < ελνστ. προσαράσσω μεταπλ. κατά το αράσσω > αράζω]

προσάραξη η [prosáraksi] Ο33 : (για πλοίο) το κάθισμα, η πρόσκρουση σε αβαθή βυθό ή σε υφάλους: H ~ του πλοίου οφείλεται σε εσφαλμένο χειρισμό του καπετάνιου.

[λόγ. < ελνστ. προσάραξις `χτύπημα πάνω σε κτ.΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του προσαράζω]

προσαρμογή η [prosarmojí] Ο29 : 1. η σύνδεση, το ταίριασμα ενός αντικειμένου με ένα άλλο, η στερέωση: H ~ σιγαστήρα στην κάννη του όπλου ελαχιστοποιεί το θόρυβο της εκπυρσοκρότησης. H ~ της αιχμής στο στέλεχος του βέλους έγινε με σφυρηλάτηση. 2. οι ενέργειες, οι τροποποιήσεις, οι αλλαγές που πρέπει να κάνει κάποιος ή να υποστεί κάποιος ή κτ., ώστε να συμφωνεί, να ταιριάζει, να εναρμονίζεται με κτ. άλλο ή να εθιστεί, να εξοικειωθεί, να συμμορφωθεί προς κτ. νέο, διαφορετικό: H ~ της ελληνικής οικονομίας προς την κοινοτική. H ~ στη νέα κατάσταση / εποχή / πραγματικότητα. H ~ ενός θεατρικού έργου, ώστε να παιχτεί στο ραδιόφωνο. Ραδιοφωνική / τηλεοπτική ~. Xρόνος / ρυθμός προσαρμογής. H ~ των μεταναστών στη νέα τους πατρίδα. || (βιολ.) η διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός (ζώο, φυτό κτλ.) εξοικειώνεται προς το περιβάλλον του και καθίσταται ικανός να επιβιώσει και να αναπαραχθεί: ~ στο ψύχος / στη θερμότητα / στην ξηρασία. Mορφολογική / λειτουργική ~. || (φυσιολ.) ~ του οφθαλμού, η ικανότητα του ματιού να βλέπει από διαφορετικές αποστάσεις και υπό διαφορετικές συνθήκες φωτισμού. || (ψυχ.) σύνολο δραστηριοτήτων μέσο των οποίων το άτομο μεταβάλλει τη συμπεριφορά του κατά τρόπο ώστε να εναρμονίζεται προς ένα συγκεκριμένο περιβάλλον: Tο παιδί έχει δυσκολίες προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον. || (ηλεκτρολ.) η ρύθμιση των αντιστάσεων δύο κυκλωμάτων, έτσι ώστε το ένα να παρέχει ισχύ στο άλλο.

[λόγ.: 1: ελνστ. προσαρμογή `ταίριασμα΄· 2: & σημδ. γαλλ. adaptation]

προσαρμόζω [prosarmózo] -ομαι Ρ2.1 : 1. συνδέω, ταιριάζω κτ. με κτ. άλλο, στερεώνω: Στον αρχικό σκελετό του αυτοκινήτου προσαρμόζονται τα διάφορα μέρη του αμαξώματος με βίδες ή με κόλληση. Σε ειδική υποδοχή της συσκευής προσαρμόζονται τα κοπτικά εξαρτήματα. 2. τροποποιώ, μεταβάλλω κτ. ή ενεργώ έτσι, ώστε κάποιος ή κτ. να συμφωνεί, να ταιριάζει, να εναρμονίζεται με κτ. άλλο ή να εξοικειωθεί, να συμμορφωθεί προς κτ. νέο, διαφορετικό: H Ελλάδα οφείλει να προσαρμόσει τη νομοθεσία της προς αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άργησε να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη ζωή της πόλης / της επαρχίας. Aνέλαβε να προσαρμόσει τη μορφή του κειμένου προς το νοηματικό του περιεχόμενο.

[λόγ.: 1: αρχ. προσαρμόζω· 2: & σημδ. γαλλ. adapter]

προσαρμόσιμος -η -ο [prosarmósimos] Ε5 : που εύκολα μπορεί να προσαρμόζεται.

[λόγ. προσαρμοσ- (προσαρμόζω) -ιμος]

προσαρμοστικός -ή -ό [prosarmostikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να προσαρμόζει ή να προσαρμόζεται εύκολα, γρήγορα: Ο ~ φακός του οφθαλμού.

[λόγ. προσαρμοσ- (προσαρμόζω) -τικός]

προσαρμοστικότητα η [prosarmostikótita] Ο28 : η ικανότητα (εύκολης, γρήγορης) προσαρμογής: Tα φυτά έδειξαν μεγάλη ~ στις μεταβολές του καιρού.

[λόγ. προσαρμοστικ(ός) -ότης > -ότητα]

προσάρτηση η [prosártisi] Ο33 : 1. μονομερής πράξη ενός κράτους, με την οποία υπάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό άλλο καθεστώς: H ~ της Aυστρίας / της Πολωνίας στη Γερμανία. 2. (λόγ.) η σύναψη, η σύνδεση.

[λόγ.: 2: ελνστ. προσάρτη(σις ) -ση· 1: σημδ. γαλλ. annexion]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...30   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες