Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προς
294 εγγραφές [41 - 50]
προσδιορισμός ο [prozδiorizmós] Ο17 : α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσδιορίζω, καθορισμός, υπολογισμός: Ο ~ της ταχύτητας του ήχου. Ο ~ των εννοιών. Xρονικός / τοπικός ~. Έγινε ακριβής ~ των θεμάτων της συζήτησης. β. (γραμμ.) όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της: Εμπρόθετος / επιρρηματικός / ονοματικός / επιθετικός / ομοιόπτωτος / ετερόπτωτος ~.

[λόγ.: α: ελνστ. προσδιορισμός· β: σημδ. γαλλ. déterminatif]

προσδιοριστικός -ή -ό [prozδioristikós] Ε1 : που είναι ικανός, κατάλλη λος να προσδιορίζει, καθοριστικός: Προσδιοριστικοί παράγοντες. Προσδιοριστικές τάσεις. προσδιοριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προσδιορισ- (προσδιορίζω) -τικός απόδ. γαλλ. déterminant]

προσδοκία η [prozδokía] Ο25 : η αναμονή με ελπίδα για κτ. καλό, θετικό: Έντονη / μεγάλη ~. Οι προσδοκίες τους δεν πραγματοποιήθηκαν. Kανείς δεν επενδύει χρήματα χωρίς την ~ κέρδους. (λόγ. έκφρ.) παρά (πάσαν) προσδοκίαν, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς.

[λόγ. < αρχ. προσδοκία]

προσδοκώ [prozδokó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) περιμένω, ελπίζω να συμβεί κτ. (θετικό, ευχάριστο). || (η μπε. κυρίως σε στερεότυπες εκφορές): προσδοκώμενο κέρδος, το αναμενόμενο. προσδοκώμενος χρόνος ζωής (ενός ανθρώπου, αντικειμένου), ο αναμενόμενος, ο μέσος όρος. || (ως ουσ., γραμμ.) το προσδοκώμενο, κατηγορία του συντακτικού, που εκφράζεται κυρίως ως είδος υποθετικού λόγου και σε αντίστοιχες χρονικές προτάσεις.

[λόγ. < αρχ. προσδοκῶ]

προσεγγίζω [prosengízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. έρχομαι κοντά, πλησιάζω σε κπ. ή σε κτ.: Tα αεροπλάνα προσέγγισαν τους στόχους παρά τα πυκνά αντιαεροπορικά πυρά. Tο πλοίο δεν μπόρεσε να προσεγγίσει την ακτή λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής. α. πλησιάζω κπ. με κπ. σκοπό: Άρχισαν να τον προσεγγίζουν διάφοροι για να του ζητήσουν κάποιο ρουσφέτι. β. πλησιάζω, είμαι κοντά, σχεδόν συμφωνώ με κπ. σε κτ.: Οι απόψεις / οι ιδέες τους προσεγγίζουν. Οι δύο μέχρι πρόσφατα εχθρικές παρατάξεις άρχισαν να προσεγγίζουν και να συνεργάζονται. 2. φέρνω κοντά, πλησιάζω κτ. σε κτ. άλλο: Έπαθε ηλεκτροπληξία επιχειρώντας να προσεγγίσει τα άκρα των καλωδίων. 3. (μτφ.) εξετάζω, αντιμετωπίζω, πραγματεύομαι κτ.: Tο πρόβλημα πρέπει να προσεγγιστεί με μεγάλη προσοχή. Ο συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα από θεωρητική σκοπιά.

[λόγ.: 1α, 2: ελνστ. προσεγγίζω· 1β: σημδ. γαλλ. rapprocher· 3: σημδ. αγγλ. approach]

προσέγγιση η [proséngisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσεγ γίζω. 1. το πλησίασμα: H ~ του πλοίου στην αποβάθρα. H ~ της σεληνακάτου στην επιφάνεια της σελήνης. H ~ στο φλεγόμενο δεξαμενόπλοιο είναι αδύνατη. 2. (επέκτ.) το πλησίασμα, η συμφωνία: Επήλθε ~ στις απόψεις των δύο πλευρών. Οι διαφορές είναι μεγάλες και η ~ πολύ δύσκολη. (έκφρ.) κατά ~, με μικρή διαφορά, περίπου: Yπολογισμός / μέτρη ση κατά ~. Tο ανθρώπινο μάτι δίνει μια κατά ~ εικόνα της πραγματικότητας. 3. (μτφ.) η εξέταση, η αντιμετώπιση, η πραγμάτευση: Θεωρητική / αισθητική / πολιτική / οικονομική / φιλολογική ~ ενός ζητήματος. Επιχείρησε μια πρώτη / μια ολοκληρωμένη ~ του θέματος.

[λόγ.: 1: μσν. προσέγγισις < προσεγγι- (προσεγγίζω) -σις > -ση· 2: σημδ. γαλλ. rapproche ment, approximation· 3: σημδ. αγγλ. approach]

προσεγγιστικός -ή -ό [prosengistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προσέγγιση, που γίνεται κατά προσέγγιση: ~ υπολογισμός. Προσεγγιστική προσπάθεια / λύση. προσεγγιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προσεγγισ- (προσεγγίζω) -τικός απόδ. γαλλ. approximatif]

προσεγμένος -η -ο [proseγménos] Ε3 : που τον έχουν προσέξει ιδιαιτέρως, επιμελημένος, φροντισμένος: Προσεγμένη εμφάνιση / εργασία / παράσταση. Προσεγμένο κείμενο. προσεγμένα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[μππ. του προσέχω]

προσεδαφίζω [proseδafízo] -ομαι Ρ2.1 : οδηγώ μια πτητική μηχανή από τον αέρα ή το διάστημα στο έδαφος (της γης ή άλλου ουράνιου σώματος)· (πρβ. προσγειώνω): Tο διαστημικό όχημα προσεδαφίστηκε στην επιφάνεια της Σελήνης.

[λόγ. < ελνστ. προσεδαφίζω `ρίχνω στο έδαφος΄, αρχ. σημ.: `κάνω στερεό΄ σημδ. γαλλ. atterrir]

προσεδάφιση η [proseδáfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσεδαφίζω· η οδήγηση μιας πτητικής μηχανής από τον αέρα ή το διάστημα στο έδαφος (της γης ή άλλου ουράνιου σώματος)· (πρβ. προσγείωση): Ο κινητήρας παρουσίασε βλάβη κατά την ~.

[λόγ. προσεδαφι- (προσεδαφίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...30   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες