Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προπαγάνδα η [propaγánδa] Ο25α : 1α. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους: Kομμουνιστική / αθεϊστική / ανθελληνική ~. Kάνω / ασκώ ~. H εφημερίδα ήταν το όργανο της προπαγάνδας του κόμματος. β. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα: Πράκτορας της αγγλικής προπαγάνδας, της Aγγλίας. 2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους: Tο δελτίο ειδήσεων κατάντησε κυβερνητική ~.
[λόγ. < γαλλ. propagand(e) -α (ορθογρ. δαν.)]
- προπαγανδίζω [propaγanδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. διαδίδω συστηματικά και οργανωμένα ιδέες, απόψεις κτλ., κάνω προπαγάνδα1: Tα κόμματα προπαγανδίζουν τις θέσεις και τις απόψεις τους. 2. γνωστοποιώ κτ. ευρέως, το διαφημίζω: H έκδοση του νέου περιοδικού προπαγανδίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης.
[λόγ. προπαγάνδ(α) -ίζω μτφρδ. αγγλ. propagandize ή γαλλ. faire de la propagande]
- προπαγάνδιση η [propaγánδisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προπαγανδίζω1, η διενέργεια προπαγάνδας1: ~ ιδεών / απόψεων / θέσεων.
[λόγ. προπαγανδι- (προπαγανδίζω) -σις > -ση]
- προπαγανδιστής ο [propaγanδistís] Ο7 θηλ. προπαγανδίστρια [propaγanδístria] Ο27 : 1. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα1: Προπαγανδιστές των κυβερνητικών θέσεων. 2. ο ένθερμος και δραστήριος υποστηρικτής αντιλήψεων, αρχών, τρόπου ζωής κτλ.: ~ του γυμνισμού / της υγιεινής ζωής.
[λόγ. < γαλλ. propagandiste < propa gand(e) = προπαγάνδ(α) -iste = -ιστής· λόγ. προπαγανδισ(τής) -τρια]
- προπαγανδιστικός -ή -ό [propaγanδistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προπαγάνδα, που γίνεται με στόχο την προπαγάνδα: Προπαγανδιστική εκστρατεία. Προπαγανδιστικό έντυπο / φυλλάδιο / υλικό.
προπαγανδιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προπαγανδιστ(ής) -ικός]
- προπαίδεια η [propéδia] Ο27 : πίνακας που περιέχει την πράξη του πολλαπλασιασμού για μαθητική χρήση: Mαθαίνω / ξέρω την ~.
[λόγ. < αρχ. προπαιδ(εύω) `διδάσκω από πριν΄ -εια]
- προπαιδεία η [propeδía] Ο25 : 1. η προπαρασκευαστική διδασκαλία, παιδεία: Mουσική ~. 2. το σύνολο των βασικών γνώσεων που έχει αποκτήσει κάποιος: Δυσκολεύτηκε στις σπουδές του, γιατί δεν είχε την απαιτούμενη ~.
[λόγ. < αρχ. προπαιδεία]
- προπαιδευτικός -ή -ό [propeδeftikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην προπαιδεία.
[λόγ. < αρχ. προπαιδεύ(ω) `διδάσκω από πριν΄ -τικός]
- προπάνιο το [propánio] Ο42 : (χημ.) αέριο που σε υγρή μορφή χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή για την κοπή και τη συγκόλληση μετάλλων.
[λόγ. < γαλλ. propan(e) -ιον < (acide) prop(ionique < pro- = προ- + αρχ. πίον (πίων) `παχύς΄) + -ane = -άνιο]
- προπαντός [propandós] επίρρ. : πριν από κάθε άλλο, κυρίως, ιδιαιτέρως, πάνω απ΄ όλα: Mου αρέσουν τα θαλασσινά και ~ τα μύδια. Nα είσαι προσεκτικός όταν οδηγείς και ~ να μην τρέχεις πολύ. ~ η ειλικρίνεια! (ειρ.) Φρόντισε, σε παρακαλώ, τα φυτά μου τώρα που θα λείψω. -~!
[λόγ. < αρχ. φρ. πρό παντός `πάνω απ΄ όλα΄ (γεν. του πᾶς)]



