Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προμηθέας
1 εγγραφή
προμηθέας ο [promiθéas] Ο21 : χαρακτηρισμός προσώπου που, όπως ο τιτάνας Προμηθέας, ενεργεί με προνοητικότητα: Οι κυβερνώντες να είναι προμηθείς όχι επιμηθείς.

[λόγ. < αρχ. Προμηθεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες