Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκαταβολικός -ή -ό [prokatavolikós] Ε1 : 1. που καταβάλλεται εκ των προτέρων: Προκαταβολική εξόφληση / πληρωμή. 2. που γίνεται, που διατυπώνεται εκ των προτέρων: Προκαταβολική απάντηση / αντίρρηση / δήλωση.
προκαταβολικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προκαταβολ(ή) -ικός]



