Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προθ
22 εγγραφές [21 - 22]
πρόθυμος -η -ο [próθimos] Ε5 : που έχει, που επιδεικνύει καλή διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα για μια δραστηριότητα. ANT απρόθυμος: Είμαι / φαίνομαι ~. Είναι πάντα ~ να κάνει ό,τι του ζητήσεις / να σε εξυπηρετήσει. Tη βρήκα πρόθυμη να με βοηθήσει. (απαρχ. έκφρ.) το μεν πνεύμα* πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. πρόθυμα & (λόγ.) προθύμως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πρόθυμος, προθύμως]

πρόθυρα τα [próθira] Ο40 : στην έκφραση στα πρόθυρα, σε μικρή (χρονική) απόσταση από μια συνήθ. αρνητική εξέλιξη, έκβαση: Bρίσκεται / έφτασε στα ~ της καταστροφής / της χρεοκοπίας / της τρέλας / της αυτοκτονίας.

[λόγ. < αρχ. πρόθυρον `χώρος μπροστά στην πόρτα΄, πληθ. πρόθυρα `είσοδος (μτφ.)΄ σημδ. γαλλ. seuil]

< Προηγούμενο   1 2 [3]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες