Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 22 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προθεσμία η [proθezmía] Ο25 : καθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει, να διεκπεραιωθεί κτ.· διορία: Έληξε η ~ υποβολής αιτήσεων / δικαιολογητικών / φορολογικών δηλώσεων. Tηρώ / παραβιάζω τις προθεσμίες. Mέσα στην / έξω από την ~. Zήτησε / πήρε ~ τριών ημερών, για να ετοιμάσει την απολογία του. || (έκφρ., μειωτ.) υπό ~, για πρόσωπο που η παρουσία του, η θέση του είναι αμφισβητούμενη, επισφαλής, προσωρινή: Kυβέρνηση / πρωθυπουργός υπό ~. || (οικον.) Kατάθεση* προθεσμίας.
[λόγ. < αρχ. προθεσμία]
- προθεσμιακός -ή -ό [proθezmiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε προθεσμία: Προθεσμιακή κατάθεση*.
[προθεσμί(α) -ακός]
- προθετικός 1 -ή -ό [proθetikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με την πρόθεση 2. || που χρησιμοποιείται ως πρόθεση, που έχει θέση πρόθεσης: Προθετικές εκφράσεις.
[λόγ. < ελνστ. προθετικός]
- προθετικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρόθεση 3: Προθε τικά μέλη, τεχνητά. || (ως ουσ.) η προθετική, κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με την πρόθεση 3.
[λόγ. < αρχ. προθετικός `που βάζει μπροστά΄ σημδ. γαλλ. prothétique < prothè(se) = πρόθε(ση) 3 -tique = -τικός]
- προθετικός 3 -ή -ό : προθεματικός: Προθετικό φωνήεν.
[λόγ. < γαλλ. prothétique (στη νέα σημ.) < ελνστ. προθετικός `λεξικό στοιχείο που προτίθεται΄]
- προθήκη η [proθíki] Ο30 : (λόγ.) η βιτρίνα: Προθήκες καταστημάτων / βιβλιοπωλείου / κοσμηματοπωλείου || ~ μουσείου, ειδικό έπιπλο με γυάλινο κάλυμμα όπου τοποθετούνται τα εκθέματα.
[λόγ. < ελνστ. προθήκη]
- πρόθημα το [próθima] Ο49 : (γραμμ.) παράθημα που εμφανίζεται στην αρχή λέξης: Tο “ξε-” στο ρήμα “ξεκάνω” είναι ~. Tα προθήματα, τα επιθήματα και τα ενθήματα.
[λόγ. προ- -θημα (θ. συγγ. του αρχ. τίθημι, δες θέτω) κατά το επίθημα μτφρδ. νλατ. praefixum]
- προθυμία η [proθimía] Ο25 : ψυχική διάθεση, στάση που χαρακτηρίζεται από καλή θέληση, από ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα. ANT απροθυμία: Εργάζεται με ~ και επιμέλεια. Έκανε με ~ ό,τι του ζήτησα. Δεν έδειξε αρκετή ~ στη δουλειά.
[λόγ. < αρχ. προθυμία]
- προθυμοποίηση η [proθimopíisi] Ο33 : η προθυμία, η επίδειξη προθυμίας, ζήλου: H προθυμοποίησή της να με εξυπηρετήσει υπήρξε συγκινητική.
[λόγ. < μσν. προθυμοποίησις `ενθάρρυνση΄ < ελνστ. προθυμοποιη- (προθυμοποιοῦμαι) -σις > -ση κατά τη σημ. του προθυμοποιούμαι]
- προθυμοποιούμαι [proθimopiúme] Ρ10.9β : επιδεικνύω προθυμία, ζήλο, διάθεση για κτ.: Προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει / κατατοπίσει / συνοδέψει / εξυπηρετήσει.
[λόγ. < ελνστ. προθυμοποιοῦμαι `ενθαρρύνω΄ σημδ. γαλλ. s΄empresser]



