Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προθάλαμος ο [proθálamos] Ο20α : 1. μικρή αίθουσα υποδοχής και αναμονής που βρίσκεται πριν από τους κυρίως χώρους δημόσιων υπηρεσιών, γραφείων, ιατρείων κτλ.: Περιμένει στον προθάλαμο του γραφείου. 2. (μτφ.) το στάδιο που προηγείται και που οδηγεί στο επόμενο, στο τελικό: H δημαρχία θεωρείται ως ~ για τη βουλευτική έδρα. Tο λύκειο είναι ο ~ για τα ανώτατα και τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
[λόγ. < γαλλ. προ- θάλαμος μτφρδ. γαλλ. antichambre (σημ. 1)]
- πρόθεμα το [próθema] Ο49 : (γραμμ.) φωνήεν το οποίο προστίθεται στην αρχή λέξεων που αρχίζουν από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, π.χ. αρχ. ἐ-ρυθρός, ἀ-μείβω, νεοελλ. ί-σκιος, α-δράχνω.
[λόγ. προ- θέμα μτφρδ. αγγλ. prefix (διαφ. το ελνστ. πρόθεμα `δημόσια αγγελία΄)]
- προθεματικός -ή -ό [proθematikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται ως πρόθεμα: Tο “α-” στο αρχαίο ρήμα “ἀμείβω” λέγεται προθεματικό φωνήεν.
[λόγ. προθεματ- (πρόθεμα) -ικός]
- προθεραπεία η [proθerapía] Ο25 : (ρητορ.) η προδιόρθωση.
[λόγ. προ- θεραπεία]
- προθερμαίνω [proθerméno] -ομαι Ρ7.2 : 1. θερμαίνω κτ. εκ των προτέρων για να το προετοιμάσω για κτ.: H μηχανή του αυτοκινήτου πρέπει να προθερμαίνεται το χειμώνα πριν από το ξεκίνημα. Προθερμασμένος φούρνος. 2. (αθλ., συνήθ. παθ.) κάνω ελαφρές ασκήσεις πριν από μια αθλητική δραστηριότητα, ζεσταίνομαι1γ: Ο ποδοσφαιριστής / ο αθλητής άρχισε να προθερμαίνεται.
[λόγ. < ελνστ. προθερμαίνω `θερμαίνω πρώτα΄ σημδ. αγγλ. warm up ή γερμ. anwärmen]
- προθέρμανση η [proθérmansi] Ο33 : 1. η εκ των προτέρων θέρμανση, που γίνεται ως προπαρασκευή, ως προετοιμασία: ~ του νερού της ατμομηχα νής. Kάνω ~ της μηχανής του αυτοκινήτου, τη βάζω για λίγο σε λειτουρ γία, ώστε να θερμανθεί πριν από το ξεκίνημα. ~ ηλεκτρικού φούρνου. 2. (αθλ.) οι ελαφρές ασκήσεις που εκτελεί κάποιος πριν από μια αθλητική δραστηριότητα· ζέσταμαβ: Ο ποδοσφαιριστής / ο αθλητής κάνει ~.
[λόγ. < ελνστ. προθέρμαν(σις) `προηγούμενο ζέσταμα΄ -ση σημδ. αγγλ. warming up ή γερμ. Anwärmen]
- πρόθεση 1 η [próθesi] Ο33 : η διάθεση, η θέληση, η επιθυμία κάποιου να κάνει κτ.: Kαλές / κακές / αγαθές προθέσεις. Kρύβω / αποκαλύπτω τις προθέσεις μου. Δεν είχα την ~ να τον θίξω / να τον προσβάλω. (έκφρ.) από ~ / (λόγ.) εκ προθέσεως, σκόπιμα, εσκεμμένα: Tον χτύπησε εκ προθέσεως.
[λόγ. < αρχ. πρόθε(σις) -ση]
- πρόθεση 2 η : (γραμμ.) άκλιτο μέρος του λόγου που συντάσσεται με ονόματα, αντωνυμίες, μετοχές ή επιρρήματα και δηλώνει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις ή που συντίθεται με άλλες λέξεις και επηρεάζει, μεταβάλλει τη σημασία τους: Kύριες / καταχρηστικές / μονοσύλλαβες / δισύλλαβες προθέσεις. Προθέσεις που συντάσσονται με γενική / αιτιατική / δοτική.
[λόγ. < ελνστ. πρόθε(σις) -ση]
- πρόθεση 3 η : (ιατρ.) 1. η (μερική ή ολική) αντικατάσταση με χειρουργική μέθοδο ενός μέλους ή οργάνου του σώματος από μηχάνημα που απομιμείται τη μορφή και τη λειτουργία του. 2. το τεχνητό υποκατάστατο ενός μέλους ή οργάνου του σώματος. 3. το σύνολο των τεμαχίων που χρησιμοποιούνται στη χειρουργική, για να διατηρηθούν στη θέση τους ή να αντικατασταθούν τμήματα οστών.
[λόγ. < γαλλ. prothèse (στη νέα σημ.) < υστλατ. prothesis, prosthesis < ελνστ. πρόσθεσις `προσθήκη γράμματος σε αρχή λέξης΄]
- πρόθεση 4 η : (εκκλ.) ΣYN προσκομιδή. 1. η τελετή της προετοιμασίας των Tίμιων Δώρων για τη Θεία Ευχαριστία. 2. μέρος στο Άγιο Bήμα, συνήθ. κόγχη, όπου τοποθετούνται τα Tίμια Δώρα, για να γίνει η τελετή της πρόθεσης.
[λόγ. < ελνστ. πρόθε(σις) -ση]



