Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προεστός ο [proestós] Ο17 : αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· κοτζάμπασης, πρόκριτος, δημογέροντας.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. οἱ προεστῶτες (μππ. του προΐστημι, προΐσταμαι) `οι οδηγοί΄]