Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προαναφέρω [proanaféro] -ομαι Ρ (βλ. αναφέρω) : αναφέρω κτ., του οποίου μνεία έχω κάνει ήδη προηγουμένως: Tο θέμα, όπως προανέφερα, είναι σοβαρό.
[λόγ. < ελνστ. προαναφέρω]



