Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 25 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρεσβευτικός -ή -ό [prezveftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρέσβη, στον πρεσβευτή ή στην πρεσβεία: Πρεσβευτική διακοίνωση.
[λόγ. < ελνστ. πρεσβευτικός]
- πρεσβεύω [prezvévo] Ρ5.1α : 1. έχω, υποστηρίζω μια γνώμη, άποψη για κτ., πιστεύω, φρονώ: Δεν ξέρω τι πρεσβεύει πολιτικά. Πρεσβεύει τον προτεσταντισμό / το σοσιαλισμό. 2. για τη μεσολάβηση της Παναγίας υπέρ των πιστών, των χριστιανών.
[λόγ. < ελνστ. πρεσβεύω `υποστηρίζω΄, αρχ. σημ.: `ανήκω στους γεροντότερους΄]
- πρέσβης ο [prézvis] Ο10 πληθ. πρέσβεις, γεν. πρέσβεων θηλ. πρέσβειρα [prézvira] Ο27 : 1. ανώτατος διπλωματικός αντιπρόσωπος σε ξένη χώρα, επικεφαλής πρεσβείας: ~ α' τάξεως. Επίτιμος ~ / ~ επί τιμή. Ο νέος Aμερικανός ~ επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι συνομιλίες έγιναν σε επίπεδο πρέσβεων. ~ εκ προσωπικοτήτων, που δεν προέρχεται από το διπλωματικό σώμα: Ορκίστηκε ~ εκ προσωπικοτήτων. 2. (θηλ.) α. γυναίκα πρέσβης. β. η σύζυγος του πρέσβη. γ. για γυναίκα που εκπροσωπεί τη χώρα της στο εξωτερικό, σε κπ. τομέα: H Mελίνα Mερκούρη, πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού στον κόσμο. Πρέσβειρα καλής θελήσεως, γυναίκα που αναλαμβάνει ως αποστολή την καλλιέργεια ή τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ του κράτους που εκπροσωπεί και άλλου κράτους ή οργανισμού.
[λόγ. < αρχ. πρέσβυς (αρχική σημ.: `ηλικιωμένος΄) κατά τα ουσ. σε -ης για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. < αρχ. πρέσβειρα `ηλικιωμένη γυναίκα΄ κατά τη σημ. του πρέσβης]
- πρεσβυτεριανοί οι [prezviterianí] Ο17 : αγγλόφωνοι διαμαρτυρόμενοι, οπαδοί του Kαλβίνου.
[λόγ. < αγγλ. πληθ. Ρresbyterians (-ian = -ιανός) < presbytery < υστλατ. presbyterium < ελνστ. πρεσβυτέριον `συμβούλιο των γερόντων΄]
- πρεσβυτεριανός -ή -ό [prezviterianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους πρεσβυτεριανούς: Πρεσβυτεριανή εκκλησία.
[λόγ. επίθ. < ουσ. πρεσβυτεριανοί]
- πρεσβυτέριο το [prezvitério] Ο42 : 1. το χριστιανικό ιερατείο. 2. η κατοικία του ιερέα (στους καθολικούς). 3. (παλαιότ.) ιερατικό συμβούλιο των Iουδαίων.
[λόγ.: 1, 3: ελνστ. πρεσβυτέριον `συμβούλιο των γερόντων (της αποστολικής εκκλησίας)΄· 2: σημδ. γαλλ. presbytère (< υστλατ. presbyterium < ελνστ. πρεσβυτέριον)]
- πρεσβύτερος ο [prezvíteros] Ο20α θηλ. πρεσβυτέρα [prezvitéra] Ο26 : ο έγγαμος ιερέας. || (θηλ.) η σύζυγος του ιερέα.
[λόγ. < ελνστ. πρεσβύτερος, αρχ. σημ. `γεροντότερος΄· λόγ. < ελνστ. πρεσβυτέρα `ηλικιωμένη γυναίκα, γυναίκα επικεφαλής θρησκευτικής κοινότητας΄]
- πρεσβύτερος -η -ο [prezvíteros] Ε5 : (λόγ.) ο μεγαλύτερος στην ηλικία, ο γεροντότερος. ANT νεότερος. || (ως ουσ.) οι πρεσβύτεροι, οι γέροντες, οι ηλικιωμένοι.
[λόγ. < αρχ. πρεσβύτερος συγκρ. του πρέσβυς]
- πρεσβύτης ο [prezvítis] Ο10 : άνδρας μεγάλης ηλικίας, ηλικιωμένος, γέρος. ANT νέος.
[λόγ. < αρχ. πρεσβύτης]
- πρεσβυτικός -ή -ό [prezvitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός.
[λόγ. < αρχ. πρεσβυτικός]



