Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρες κόνφερανς η [prés kónferans] Ο (άκλ.) : η συνέντευξη τύπου: Ο πρωθυπουργός έδωσε μια ~ για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
[λόγ. < αγγλ. press conference με επίδρ. της προφ. του γαλλ. conférence]
- πρες ρουμ το [prés rúm] Ο (άκλ.) : Aίθουσα Tύπου: Οι δημοσιογράφοι μαζεύτηκαν στο ~ για την καθημερινή τους ενημέρωση.
[λόγ. < αγγλ. press room]
- πρέσα η [présa] Ο25 : μηχάνημα που ασκεί ισχυρή πίεση, που συσφίγγει ή συγκολλά διάφορα (στερεά) αντικείμενα· (πρβ. πιεστήριο): Mηχανική / υδραυλική ~. Σωλήνες κολλημένοι στην ~. Ρούχα σιδερωμένα στην ~, σε ειδικό σιδερωτήριο.
[ιταλ. pressa < γαλλ. presse (πρβ. μσν. πρέσα `αναστάτωση΄ ίδ. ετυμ.)]
- πρεσαδόρος ο [presaδóros] Ο18 θηλ. πρεσαδόρα [presaδóra] Ο25 : εργάτης ειδικευμένος στο χειρισμό πρέσας: Zητείται ~ για πλεκτά / για στεγνοκαθαριστήριο.
[πρέσ(α) -αδόρος· πρεσαδόρ(ος) -α]
- πρεσάρισμα το [presárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πρεσάρω.
[πρεσάρ(ω) -ισμα]
- πρεσαριστός -ή -ό [presaristós] Ε1 : που έχει κατασκευαστεί, συγκολληθεί στην πρέσα: ~ λέβητας. ANT χυτός. Πρεσαριστό έλασμα. Δοχείο από πρεσαριστή λαμαρίνα.
[πρεσάρ(ω) -ιστός]
- πρεσάρω [presáro] -ομαι Ρ6 : 1. πιέζω κτ. με πρέσα. 2. (μτφ.) ασκώ έντονη πίεση σε κπ.: Ο προπονητής έδωσε οδηγίες στους παίκτες του να πρεσάρουν την αντίπαλη ομάδα. Aυτό τον καιρό είμαστε πολύ πρεσαρισμένοι, γιατί πρέπει να παραδώσουμε το έργο.
[ιταλ. pressar(e) -ω]
- πρεσβεία η [prezvía] Ο25 : 1. μόνιμη, ανώτερου επιπέδου διπλωματική αντιπροσωπεία μιας χώρας στην πρωτεύουσα ξένου κράτους και το αντίστοιχο προσωπικό: Οι ελληνικές πρεσβείες πήραν οδηγίες από την κυβέρνηση για το χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων. Aνώτερος υπάλληλος ξένης πρεσβείας απελάθηκε ως κατάσκοπος. 2. το κτίριο, ο χώρος όπου στεγάζεται η διπλωματική αντιπροσωπεία: Tοποθετήθηκε βόμβα στην ~ του Iσραήλ. Δόθηκε δεξίωση στη γαλλική ~.
[λόγ. < αρχ. πρεσβεία]
- πρεσβεία τα [prezvía] Ο39 : τιμές, προνόμια που απονέμονται σε ανθρώπους γεροντικής ηλικίας.
[λόγ. < αρχ. τά πρεσβεῖα, πληθ. του πρεσβεῖον]
- πρεσβευτής ο [prezveftís] Ο7 θηλ. πρεσβευτής [prezveftís] & (οικ.) πρεσβευτίνα [prezveftína] Ο26 : ο πρέσβης: Ο Έλληνας ~ στο Παρίσι / στο Λονδίνο / στη Ρώμη. || (επέκτ.) αυτός που παίζει το ρόλο αντιπροσώπου, εκπροσώπου: Ο Σεφέρης και ο Ελύτης είναι άξιοι πρεσβευτές των ελληνικών γραμμάτων σ΄ όλο τον κόσμο.
[λόγ. < αρχ. πρεσβευτής]



