Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρέσα
5 εγγραφές [1 - 5]
πρέσα η [présa] Ο25 : μηχάνημα που ασκεί ισχυρή πίεση, που συσφίγγει ή συγκολλά διάφορα (στερεά) αντικείμενα· (πρβ. πιεστήριο): Mηχανική / υδραυλική ~. Σωλήνες κολλημένοι στην ~. Ρούχα σιδερωμένα στην ~, σε ειδικό σιδερωτήριο.

[ιταλ. pressa < γαλλ. presse (πρβ. μσν. πρέσα `αναστάτωση΄ ίδ. ετυμ.)]

πρεσαδόρος ο [presaδóros] Ο18 θηλ. πρεσαδόρα [presaδóra] Ο25 : εργάτης ειδικευμένος στο χειρισμό πρέσας: Zητείται ~ για πλεκτά / για στεγνοκαθαριστήριο.

[πρέσ(α) -αδόρος· πρεσαδόρ(ος) -α]

πρεσάρισμα το [presárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πρεσάρω.

[πρεσάρ(ω) -ισμα]

πρεσαριστός -ή -ό [presaristós] Ε1 : που έχει κατασκευαστεί, συγκολληθεί στην πρέσα: ~ λέβητας. ANT χυτός. Πρεσαριστό έλασμα. Δοχείο από πρεσαριστή λαμαρίνα.

[πρεσάρ(ω) -ιστός]

πρεσάρω [presáro] -ομαι Ρ6 : 1. πιέζω κτ. με πρέσα. 2. (μτφ.) ασκώ έντονη πίεση σε κπ.: Ο προπονητής έδωσε οδηγίες στους παίκτες του να πρεσάρουν την αντίπαλη ομάδα. Aυτό τον καιρό είμαστε πολύ πρεσαρισμένοι, γιατί πρέπει να παραδώσουμε το έργο.

[ιταλ. pressar(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες