Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: που
75 εγγραφές [71 - 75]
πουτσαράς ο [putsarás] Ο1 : (χυδ.) 1. αυτός που έχει μεγάλο πέος. 2. (μτφ.) άντρας δυναμικός, στιβαρός, με τόλμη και αποφασιστικότητα.

[πούτσ(ος) -αράς]

πουτσίζω [putsízo] Ρ2.1α : (λαϊκ., προφ.) κυρίως στην έκφραση την ~, αποτυγχάνω, υφίσταμαι τις συνέπειες μιας αποτυχημένης, λαθεμένης ενέργειας, μιας κακής έκβασης των πραγμάτων: Aν μας πιάσουν να κλέβουμε, την πουτσίσαμε!

[πούτσ(ος) -ίζω]

πούτσος ο [pútsos] Ο18 & πούτσα η [pútsa] Ο25 : (χυδ.) το αντρικό γεννητικό όργανο, το πέος. (έκφρ.) πετιέται σαν την πούτσα, παρεμβαίνει άκαιρα και αιφνιδιαστικά (συνήθ. σε μια συζήτηση). ΦΡ (γράφω κτ.) στον πούτσο μου, δε με νοιάζει, αδιαφορώ πλήρως. του αγίου πούτσου, ποτέ. πούτσες μπλε, σαχλαμάρες, ανοησίες.

[τουρκ. puç `σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς΄ -ος, -α ή ιταλ. puzzo `βρόμα΄ -ς, διαλεκτ. puzza]

πουφ [púf] & πιφ [píf] επιφ. : για έκφραση αηδίας, δυσανασχέτησης, ενόχλησης ή αποστροφής (κυρ. από δυσάρεστη οσμή): ~, κάτι βρομάει!

[ηχομιμ.]

πουφ το [púf] Ο (άκλ.) : ονομασία καθίσματος που έχει ενιαίο όγκο (χωρίς πόδια, πλάτη, μπράτσα) και κυλινδρικό σχήμα, με κάλυμμα από δέρμα, πλαστικό ή πανί και με γέμιση συνήθ. από αφρολέξ ή από κόκκους φελιζόλ.

[λόγ. < γαλλ. pouf]

< Προηγούμενο   1... 4 5 6 7 [8]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες