Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποσοστιαίος
1 εγγραφή
ποσοστιαίος -α -ο [posostiéos] Ε4 : που αναφέρεται, που εκφράζεται σε ποσοστά, που έχει σχέση με αυτά: Οι μη καπνιστές είναι σε ποσοστιαία αναλογία περισσότεροι από τους καπνιστές. Ποσοστιαία σύνθεση μιας χημικής ένωσης. ποσοστιαία ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ποσοστ(όν) -ιαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες