Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορώδης -ης -ες [poróδis] Ε11 : που έχει, που είναι γεμάτος πόρους: Πορώδες χαρτί / υλικό / πέτρωμα. || (ως ουσ.) το πορώδες, η ιδιότητα ενός σώματος, ενός υλικού να έχει πόρους: Tο πορώδες του εδάφους επιτρέπει την απορρόφηση των υδάτων.
[λόγ. < μσν. πορώδης < πόρ(ος) 1 -ώδης]