Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορτρετίστας
1 εγγραφή
πορτρετίστας ο [portretístas] Ο3 : καλλιτέχνης που ζωγραφίζει κυρίως προσωπογραφίες· προσωπογράφος.

[πορτρέτ(ο) -ίστας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες