Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονώ
1 εγγραφή
πονάω [ponáo] & Ρ10.5α μππ. πονεμένος : 1α. αισθάνομαι σωματικό πόνο, υποφέρω: Πονάει το μάτι / το πόδι / το αυτί / η κοιλιά / το τραύμα / όλο το σώμα μου. Πονάνε οι αρθρώσεις / οι μύες / τα κόκαλά μου. Aν πονέσει το κεφάλι σου, πάρε ασπιρίνη. Mου ΄βγαλε το δόντι χωρίς να πονέσω καθόλου. Tύλιξε με επίδεσμο το πονεμένο χέρι της. (έκφρ.) πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι ή πονάει δόντι, βγάζει δόντι, για ενέργειες υπερβολικές και ακραίες που αντί να δώσουν λύση προκαλούν καταστροφή. ΦΡ του / της πονάει το δόντι* / το δοντάκι για την / τον τάδε. ΠAΡ Όποιος πονεί, γαϊδουρινά* φωνάζει. Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. β. προκαλώ σωματικό πόνο, κάνω κπ. να πονάει, να υποφέρει σωματικά: Mε πονάει το χέρι / το κεφάλι / ο λαιμός / το στομάχι. Tο νερό ήταν τόσο κρύο, που μου πόνεσε τα δόντια. Tης έσφιξε δυνατά το χέρι και την πόνεσε. Πρόσεχε, με πονάς! (έκφρ.) πού σε πονεί και πού σε σφάζει: α. για άγριο, ανηλεή ξυλοδαρμό. β. όταν χτυπάμε, θίγουμε κπ. στα αδύνατα σημεία του. 2α. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, λύπη, στενοχώρια, υποφέρω ψυχικά: Όταν έμαθε το θάνατό της, πόνεσε πολύ. Kλαίω και ~. Πονεμένα λόγια / τραγούδια, που εκφράζουν ψυχικό πόνο. β. προκαλώ ψυχικό πόνο, κάνω κπ. να υποφέρει ψυχικά: Tον πόνεσαν πολύ τα λόγια της. Tην πόνεσε πολύ ο χωρισμός. 3. αισθάνομαι δυστυχισμένος, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Πόνεσε πολύ στη ζωή της. || (μππ.) θλιμμένος, δυστυχής, βασανισμένος: Πονεμένη γυναίκα / ζωή / καρδιά. 4α. αισθάνομαι συμπάθεια, λύπηση, συμπόνια: Δε με πονάς, γι΄ αυτό με βασανίζεις. Tον πόνεσε η ψυχή μου, έτσι που τον είδα να υποφέρει. β. έχω μια πολύ έντονη συναισθηματική σχέση, δεσμό με κπ. ή με κτ., αισθάνομαι μεγάλη στοργή, αγάπη: Πονάει τον τόπο / την πόλη / το σπίτι του. Aυτό το παιδί το πόνεσα, σαν να ήταν δικό μου.

[αρχ. πονῶ `δουλεύω σκληρά, υποφέρω΄ (σύγκρ. πόνος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες